Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθρυψία

См. также в других словарях:

  • ἀθρυψίᾳ — ἀθρυψίᾱͅ , ἀθρυψία a simple way of life fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρυψία — ἀθρυψία, η (Α) [ἄθρυπτος] έλλειψη μαλθακότητας και πολυτέλειας, λιτότητα στον τρόπο ζωής …   Dictionary of Greek

  • άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»