-
1 αθρυψια
См. также в других словарях:
ἀθρυψίᾳ — ἀθρυψίᾱͅ , ἀθρυψία a simple way of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρυψία — ἀθρυψία, η (Α) [ἄθρυπτος] έλλειψη μαλθακότητας και πολυτέλειας, λιτότητα στον τρόπο ζωής … Dictionary of Greek
άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] … Dictionary of Greek