-
1 αθηρία
ἀθηρίᾱ, ἀθηρίαwant of game: fem nom /voc /acc dualἀθηρίᾱ, ἀθηρίαwant of game: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀθηρίᾱͅ, ἀθηρίαwant of game: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀθηρία
ἀθηρία, ἡ,A want of game, Ael. N A8.2.2 immunity from being hunted, ib. 14.1.3 want of experience in hunting, ib.12.7. -
3 ἀθηρία
Βλ. λ. αθηρία -
4 ἀθηρίᾳ
Βλ. λ. αθηρία -
5 αθηρίας
ἀθηρίᾱς, ἀθηρίαwant of game: fem acc plἀθηρίᾱς, ἀθηρίαwant of game: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀθηρίας
ἀθηρίᾱς, ἀθηρίαwant of game: fem acc plἀθηρίᾱς, ἀθηρίαwant of game: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αθηρίαν
-
8 ἀθηρίαν
-
9 ἄθηρος
См. также в других словарях:
ἀθηρία — ἀθηρίᾱ , ἀθηρία want of game fem nom/voc/acc dual ἀθηρίᾱ , ἀθηρία want of game fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηρίᾳ — ἀθηρίᾱͅ , ἀθηρία want of game fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθηρία — ἀθηρία, η (Α) [ἄθηρος] έλλειψη κυνηγιού … Dictionary of Greek
αθηριά — η το αθήρι … Dictionary of Greek
ἀθηρίας — ἀθηρίᾱς , ἀθηρία want of game fem acc pl ἀθηρίᾱς , ἀθηρία want of game fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηρίαν — ἀθηρίᾱν , ἀθηρία want of game fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθήρι — ἀθήρι, το (Μ) [ἀθήριν] 1. λευκό και γλυκό λεπτόφλουδο σταφύλι τής Θήρας 2. το κρασί που παράγεται από αυτό το είδος σταφυλιού, αθηράτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. θήραια > θήρια, τού επιθ. θήραιος > τοπων. Θήρα. Το α τού αθήρι από τη συνεκφορά… … Dictionary of Greek