-
1 αηδων
1) соловей Hom., Hes., Trag., Arst.2) певец(Μοισᾶν Eur.)
ἥ κατ΄ ἀρουραν ἀ. Anth. = ἀκρίς;ἀ. ἥ ἐν ἐρίθοις Anth. = κερκίς3) песня, стихотворение(Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες Anth.)
4) свирель, флейта(λώτιναι ἀηδόνες Eur.)
-
2 Αηδων
-
3 αηδών
-
4 αηδονις
-
5 αηδω
-
6 αοιδος
-
7 βαρυδακρυς
-
8 ευστομεω
1) сладко петь(εὐστομοῦσα ἀηδών Soph.)
2) красиво говорить Luc.3) (= εὐφημέω См. ευφημεω) воздерживаться от неподобающих слов, т.е. хранить (благоговейное) молчание Luc.εὐστόμει! Arph. — молчи!, не произноси таких слов!
-
9 ηδυμελης
-
10 θαμιζω
1) часто приходить, (часто) бывать(εἰς τόπους τινάς и τινί Plat.; σοφίας ἐπ΄ ἄκροισι Emped. ap. Plut.)
πάρος οὔτι θαμίζεις Hom. — прежде ты был редким гостем;πρόσθεν θαμίζων ἐφ΄ ἡμᾶς νῦν οὐδαμοῦ φαίνεται Xen. — (Абрадат), прежде часто у нас бывавший, теперь вовсе не показывается2) иметь обыкновение, часто иметь случай (делать или испытывать что-л.)οὔτι κομιζόμενος θάμιζεν Hom. — (Одиссею) не часто доводилось быть предметом таких забот;
μινύρεται θαμίζουσα μάλιστα ἀηδών Soph. — (роща, где) постоянно жалобно поет соловей;διὰ τὸ θαμίζειν Plat. — в силу частой повторяемости -
11 θηλυμελης
-
12 ιμεροφωνος
-
13 κιρκηλατος
-
14 λιγυς
-
15 λιγυφθογγος
-
16 λιγυφωνος
-
17 μελιγηρυς
(ὄψ Hom.; ἀοιδή HH.; ὕμνος Pind.; ἀηδών Anth.)
-
18 ξουθος
-
19 οξυφωνος
-
20 πανδυρτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀηδών — songstress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
ἀηδῶν — ἀηδέω feel disgust at pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀηδής distasteful masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόν — ἀηδών songstress fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνας — ἀηδών songstress fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνες — ἀηδών songstress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνι — ἀηδών songstress fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόνος — ἀηδών songstress fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόσι — ἀηδών songstress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδόσιν — ἀηδών songstress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)