-
1 ἀερσι-πότητος
ἀερσι-πότητος, dasselbe, ἀράχνης Hes-O. 777; Nonn. oft.
-
2 ἀερσιπότητος
ἀερσι-πότητος,ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερσιπότητος
-
3 αερσιποτητος
См. также в других словарях:
αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] … Dictionary of Greek