Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀερσιπότητος

См. также в других словарях:

  • αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀερσιπότητος — ἀερσιπότης high soaring masc/fem nom sg ἀερσιπότητος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπότητον — ἀερσιπότης high soaring masc/fem acc sg ἀερσιπότης high soaring neut nom/voc/acc sg ἀερσιπότητος masc/fem acc sg ἀερσιπότητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιποτήτους — ἀερσιπότης high soaring masc/fem acc pl ἀερσιπότητος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπότητα — ἀερσιπότης high soaring neut nom/voc/acc pl ἀερσιπότητος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»