-
1 αερσιπότητος
-
2 ἀερσιπότητος
-
3 αερσιποτητος
-
4 ἀερσιπότητος
ἀερσι-πότητος,ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερσιπότητος
-
5 αερσιπότητον
ἀερσιπότηςhigh-soaring: masc /fem acc sgἀερσιπότηςhigh-soaring: neut nom /voc /acc sgἀερσιπότητοςmasc /fem acc sgἀερσιπότητοςneut nom /voc /acc sg -
6 ἀερσιπότητον
ἀερσιπότηςhigh-soaring: masc /fem acc sgἀερσιπότηςhigh-soaring: neut nom /voc /acc sgἀερσιπότητοςmasc /fem acc sgἀερσιπότητοςneut nom /voc /acc sg -
7 αερσιποτήτους
-
8 ἀερσιποτήτους
-
9 αερσιπότητα
-
10 ἀερσιπότητα
См. также в других словарях:
αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] … Dictionary of Greek
ἀερσιπότητος — ἀερσιπότης high soaring masc/fem nom sg ἀερσιπότητος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιπότητον — ἀερσιπότης high soaring masc/fem acc sg ἀερσιπότης high soaring neut nom/voc/acc sg ἀερσιπότητος masc/fem acc sg ἀερσιπότητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιποτήτους — ἀερσιπότης high soaring masc/fem acc pl ἀερσιπότητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιπότητα — ἀερσιπότης high soaring neut nom/voc/acc pl ἀερσιπότητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)