Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀειπάρθενος

См. также в других словарях:

  • αειπάρθενος — ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος) αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια τής ζωής του 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο τής Θεομήτορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παρθένος. ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ …   Dictionary of Greek

  • ἀειπάρθενος — ever a virgin masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειπάρθενος αριθμός — Ονομασία του αριθμού 7, κατά τους Πυθαγόρειους, επειδή ούτε διαιρείται ούτε πολλαπλασιάζεται με άλλον, εκτός από τη μονάδα, μέσα στα πλαίσια της δεκάδας. Τον θεωρούσαν ιερό και υπερκόσμιο σύμβολο του αναλλοίωτου υπέρτατου όντος που κυβερνά τα… …   Dictionary of Greek

  • ἀειπάρθενον — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem acc sg ἀειπάρθενος ever a virgin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπαρθένοις — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπαρθένου — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπαρθένους — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπαρθένων — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπαρθένῳ — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπάρθενε — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειπάρθενοι — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»