-
1 αδόξαστος
-
2 ἀδόξαστος
-
3 αδοξαστος
21) не являющийся предметом (простого) мнения, не мнимый, т.е. достоверный, непреложный Plat.2) основывающийся не на мнениях, т.е. достоверно знающий Plut., Diog.L.3) неожиданный Soph. -
4 ἀδόξαστος
ἀδόξαστος, ον,II Stoic, free from δόξα, not opining, Aristo Stoic.1.78, Pers.ib.102; refusing to form opinions, Timo ap. Aristocl. ap. Eus.PE14.18. Adv. -τως, opp. δογματικῶς, S.E.P.1.15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδόξαστος
-
5 αδόξαστος
η, ο [ος, ον ]1) не прославившийся; бесславный; безвестный; 2) рел не признанный церковью;§ θα σού αλλάξω τον αδόξαστο — я тебе покажу кузькину мать
-
6 ἀδόξαστος
ἀ-δόξαστος, unvermutet, nicht bloß vermutet, über Vermutungen erhaben, gewiss od. sicher; bes. von dem Weisen, der nicht meint, sondern weiß -
7 αδοξάστως
-
8 ἀδοξάστως
-
9 αδόξαστον
-
10 ἀδόξαστον
-
11 ἀ-δόξαστος
ἀ-δόξαστος, unvermuthet, Soph. bei Hesych.; über Vermuthungen erhaben. gewiß, Plat. Phaed. 84 a; bes. bei den Stoikern, die den Weisen sowohl, als die ἐπιστήμη ἀδόξαστος nennen, der nicht meint, sondern weiß, neben βέβαιος, Plut. Stoic. aba. Op. 4.
-
12 άδοξος
-
13 αδοξάστους
-
14 ἀδοξάστους
-
15 αδοξάστω
-
16 ἀδοξάστῳ
-
17 αδοξάστων
-
18 ἀδοξάστων
-
19 αδόξαστοι
-
20 ἀδόξαστοι
См. также в других словарях:
ἀδόξαστος — unexpected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… … Dictionary of Greek
αδόξαστος — η, ο άδοξος, άσημος: Φοβόταν μήπως μείνει άγνωστος κι αδόξαστος· φρ. «του άλλαξε τον αδόξαστο», τον τιμώρησε σκληρά, τον βασάνισε (συνών. η φράση «του άλλαξε την πίστη») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδοξάστως — ἀδόξαστος unexpected adverbial ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόξαστον — ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc sg ἀδόξαστος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξάστους — ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξάστων — ἀδόξαστος unexpected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξάστῳ — ἀδόξαστος unexpected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόξαστοι — ἀδόξαστος unexpected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)