-
1 αδυνατως
1) в состоянии слабости, без силαἰφνιδίου ἀ. ἔχειν Plat. — внезапно слечь без сил;
ἀ. ἔχειν τῷ σώματι Plut. — быть физически слабым;ἀ. ἔχειν πρὸς τὰς στρατείας Plut. — быть негодным к военной службе2) не в силах, не в состоянииἀ. εχειν πρεσβεύειν Arst. — не быть в состоянии выполнять обязанности посла
См. также в других словарях:
ἀδυνάτως — ἀδύνατος unable adverbial ἀδύνατος unable masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δυνάτως , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek