-
1 αδυναμια
ион. ἀδῠναμίη ἥ1) бессилие, слабость, немощь Her., Plat., Arst.ἡ τοῦ σώματος ἀ. Xen. — физическая слабость
2) неспособность, неумение(ἀ. τινός Plat., Arst. и ἀ. ποιεῖν τι Plat.)
3) бедность Dem.δι΄ ἀδυναμίαν Xen. — по недостатку средств
4) невозможность -
2 αδυναμία
η1) слабость, бессилие; 2) худоба;αισθάνομαι αδυναμία — чувствовать слабость;
σε στιγμή αδυναμίας — в минуту слабости;
3) перен. слабость, влечение (к кому-чему-л.), склонность;έχω αδυναμία σε κάποιον, αισθάνομαι αδυναμία γιά κάποιον — питать слабость к кому-л.;
3) недостаток, слабое место;είναι η αδυναμία μου — это моё слабое место, это моя слабость
-
3 αδυναμία
[адинамиа] ουσ. Θ. слабость, худоба, (μεταφ.) склонность к чему-либо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδυναμία
-
4 αδυναμία
[адинамиа] ουσ θ слабость, худоба, (μεταφ) склонность к чему-либо. -
5 εκλυσις
- εως ἥ1) освобождение, избавление(τινος Trag., Theocr., Anth.)
αἵματος ἔ. Plut. — кровотечение2) расслабленность, изнеможение, бессилие, упадок(πόλεως ἔ. καὴ μαλακία Dem.; ἔ. καὴ ἀδυναμία ἐκ τῶν ἀφροδισιασμῶν Arst.)
-
6 γνωρίζω
μετ.1) знакомить, ознакомлять (с чём-л.); ставить в известность, извещать, уведомлять, информировать;σας γνωρίζω ότι... — ставлю вас в известность, что...;
2) знакомить (с кем-л.);να σας γνωρίσω τον φίλο μου познакомьтесь с моим другом; 3) знать (кого-что-л.), быть знакомым (с кем-чем-л.);γνωρίζ τα ρούσικα — знать русский язык;
γνωρίζω κάτι απ' έξω — знать что-л, наизусть;
γνωρίζω κάτι εξ ακοής — знать понаслышке;
γνωρίζω εξ όψεως — знать в лицо;
γνωρίζω προσωπικά — знать лично;
γνωρίζω κάποιον από παιδί — знать кого-л. с детства;
γνωρίζω από κοντά κάποιον — близко знать кого-л.;
γνωρίζω από μηχανές — разбираться в машинах;
γνωρίζω από εμπόριο — быть специалистом по торговле;
δεν γνωρίζω απ' αυτά — я не специалист по этим вопросам;
καθόσον γνωρίζω — насколько я знаю, мне известно;
4) узнавать (знакомое);δεν σε γνώρισα μ' αυτά τα ρούχα я тебя не узнал в этом платье; 5) узнавать, познавать;γνωρίζω την αλήθεια — познать истину;
6) узнать, испытать, изведать;γνωρίζω τη χαρά της μητρότητας — испытать радость материнства;
7) быть признательным, благодарным (за что-л.);είμαι από κείνους, πού γνωρίζουν το καλό, πού τούς κάνεις — я из тех, кто помнит добро;
§ δεν γνώρισε ποτέ γυναίκα он никогда не был в близких отношениях с женщиной;δεν γνωρίζα ο σκύλος τον αφέντη (του) — погов, полная анархия, нет никакого порядка;
1) — быть знакомым; — знакомиться; — ознакомляться;γνωρίζομαι
γνωρίζόμαστε — мы знакомы;
2) быть узнанным;γνωρίζεται από μιά ώρα μακρυά — его за версту узнаешь;
δεν γνωρίζεται — его нельзя узнать, он стал неузнаваем;
δεν γνωρίζεται από την αδυναμία — он похудел до неузнаваемости;
δεν ήθελε να γνωρισθεί он не хотел быть узнанным
См. также в других словарях:
ἀδυναμία — ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc/acc dual ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμία — η 1. έλλειψη σωματικής δύναμης, ατονία: Ύστερα από την αρρώστια νιώθω μεγάλη αδυναμία. 2. έλλειψη πνευματικής επάρκειας σε κάτι: Παρουσιάζει αδυναμία στα γλωσσικά μαθήματα. 3. υπερβολική συμπάθεια, αγάπη: Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδυναμίᾳ — ἀδυναμίαι , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται … Dictionary of Greek
ἀδυναμίας — ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem acc pl ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαι — ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαν — ἀδυναμίᾱν , ἀδυναμία want of strength fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδράνεια μήτρας — Αδυναμία της μήτρας να κάνει αρκετά ισχυρές συστολές στη διάρκεια του τοκετού, για να περάσει το έμβρυο από τον γεννητικό πόρο … Dictionary of Greek
κατακράτηση ούρων — Αδυναμία κένωσης της ουροδόχου κύστης, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με καθετηριασμό … Dictionary of Greek
ἀδυναμιῶν — ἀδυναμία want of strength fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαις — ἀδυναμία want of strength fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)