-
1 αδιαφθορος
21) неиспорченный(ὕδωρ Plat.)
2) чистый, беспримесный(χρυσός Plut.)
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный(ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.)
4) неподкупный, честный(δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.)
5) непреходящий, нетленный(ἀθάνατος καὴ ἀ. Plat.)
-
2 αδιάφθορος
ος, ον1) неиспорченный, чистый (о нравах, характере); 2) не поддающийся порче, разложению; 3) неподкупный, честный -
3 αδιάφθορος
[адьяфорос] επ неподкупный, не поддающийся порче. -
4 άφθορος
См. также в других словарях:
ἀδιάφθορος — not affected by decay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάφθορος — η, ο (Α ἀδιάφθορος, ον) 1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας») 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί 3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε… … Dictionary of Greek
αδιάφθορος — η, ο αυτός που δε διαφθείρεται, αχάλαστος: Μέσα στη γενική φθορά αυτός έμεινε αδιάφθορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφθορώτερον — ἀδιάφθορος not affected by decay masc acc comp sg ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθορώτατα — ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial superl ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρως — ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάφθορον — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc sg ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθορώτερος — ἀδιάφθορος not affected by decay masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόροις — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρου — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρους — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)