Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

άφθαρτος

См. также в других словарях:

  • ἄφθαρτος — uncorrupted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθαρτος — η, ο (AM ἄφθαρτος, ον) [φθαρτός] αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά 2. ακατάλυτος, αθάνατος, αιώνιος …   Dictionary of Greek

  • άφθαρτος — η, ο επίρρ. α ακατάλυτος, αιώνιος: Το σύμπαν είναι άφθαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθαρτότερον — ἄφθαρτος uncorrupted adverbial comp ἄφθαρτος uncorrupted masc acc comp sg ἄφθαρτος uncorrupted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθάρτως — ἄφθαρτος uncorrupted adverbial ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθαρτον — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem acc sg ἄφθαρτος uncorrupted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аффартодокеты — (αφθαρτος нетленный) приверженцы монофизитства в VI в., называемые также фантазиастами. Согласно с учением своего главы, епископа Юлиана Галикарнасского, они приписывали Иисусу Христу лишь кажущееся тело, которое поэтому не могло подлежать тлению …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἀφθαρτότερα — ἄφθαρτος uncorrupted neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθάρτοιο — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθάρτοις — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθάρτου — ἄφθαρτος uncorrupted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»