-
21 Αδείμαντον
-
22 Ἀδείμαντον
-
23 αδειμάντοισι
-
24 ἀδειμάντοισι
-
25 αδειμάντου
-
26 ἀδειμάντου
-
27 αδειμάντωι
-
28 ἀδειμάντωι
-
29 αδειμάντων
-
30 ἀδειμάντων
-
31 αδείμαντα
-
32 ἀδείμαντα
-
33 αδείμαντε
-
34 ἀδείμαντε
-
35 χορηγέω
χορηγ-έω, [dialect] Boeot. and [dialect] Dor. [suff] χορηγ-ᾱγέω, IG7.3210 (Orchom.), 12(1).383 ([place name] Rhodes), etc.:—A lead a chorus,χορῷ Simon.147
, Pl.Grg. 482b (cf. signf.11): c. gen.,χ. ἡμῶν Id.Lg. 654a
: hence metaph., take the lead in a matter, c. gen.,τούτου τοῦ λόγου Id.Tht. 179d
.II of the χορηγός, defray the cost of bringing out a chorus at the public festivals, abs.,χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν D.18.257
; ἐχόρευες, ἐγὼ δ' ἐχορήγουν interpol. ib.265;χ. λαμπρῶς Antipho 2.2.12
, etc.;κάλλιον Isoc.19.36
: freq. in Inscrr., Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει· Φρύνιχος ἐδίδασκεν· Ἀδείμαντος ἦρχεν ap.Plu.Them.5, cf. IG12.770, etc.; alsoὁ δῆμος ἐχορήγει IG22.3079
, al.: c. acc. cogn.,χορηγίας χ. Antipho 5.77
, Lys.12.20;[τῇ φυλῇ] Luc.Dem.Enc.45
;χ. Ἀθηναίων Plu.2.724b
: freq. with a word to denote the occasion,Λήναια χορηγῶν Ar.Ach. 1155
(lyr.);χ. παισὶν Διονύσια D.21.64
;εἰς Ἀπολλώνια IG11(2).106.1
(Delos, iii B. C.);ἀνδράσι χ. ἐς Διονύσια Lys. 21.2
; χ. κωμῳδοῖς, πυρριχισταῖς, ib.4;τραγῳδοῖς Is.6.60
;κωμῳδοῖς IG22.3090
(less freq. with the Art. added,χ. τὰ Διονύσια τοῖς τραγῳδοῖς Arist.Fr. 630
); alsoΠαναθηναίοις χ. D.21.156
:—[voice] Pass., to have choragi found for one,χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος X.Ath.1.13
; ἄριστα χορηγοῦνται οἱ παῖδες are well found by their choragus, Antipho 6.13.2 metaph., minister to,χ. ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς Aeschin.3.240
;ταῖς ἐπιθυμίαις Luc.Par.12
;πρὸς ἐπαινον Lib. Or.18.7
; πρὸς μῆκος λόγου ib.13.26.3 metaph. also,a c. acc. pers., furnish abundantly with a thing, esp. with supplies for war,χ. τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις Plb.3.68.8
, cf. 49.11, 52.7, etc.;χρήμασι πρός τι Id.5.42.7
:—[voice] Pass., to be well supplied,τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς κεχορηγημένος Arist.EN 1101a15
, cf. 1179a11: abs., κάλλιστα κεχορηγημένος best furnished, Id.Pol. 1288b14; κεχ. ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε .. ib. 1323b41; ἀρετὴ κεχορηγημένη ib. 1289a33: generally, ἐμβαμματίοις κεχ., of fish, Anaxipp.1.35;Aπολλαῖς ἀφορμαῖς κεχ. πρός τι Plb.4.77.2
; διαφόρῳ φύσει, συνέσει, D.S.1.15, 2.6, D.H.Vett.Cens. 5.6;κεχ. ὑπὸ τὴς φύσεως ἀγχινοίᾳ D.S.26.2
b c. acc. rei (with or without dat. pers.), supply, furnish, τοὺς Ἴβηρας οὓς χορηγεῖς μοι, i. e. the archers, Ar.Fr. 551;χρήματα ἡμῖν D.11.6
;τὰς τροφάς D.S.2.35
;σπόρον 2 Ep.Cor.9.10
;ἐξ ἰσχύος ἧς χ. ὁ θεός 1 Ep.Pet.4.11
; πάθη τὰ χορηγοῦντα βοήθειαν affording, i. e. admitting, a cure, Ptol.Tetr.13: c. dat. pers. only,τῷ βασιλεῖ LXX 3 Ki.4.7
:— [voice] Med. in act. sense,χορηγούμενός σοιτὸν φόρον BGU920.29
(ii A. D.):— [voice] Pass., τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων (sc. δείπνων) Arist.Pol. 1281b3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορηγέω
-
36 ἀσπαίρω
Aἀσπαίρεσκον Q.S.11.104
: (ἀ- euph., σπαίρω):—pant, gasp, struggle, in Hom. always of the dying (so κραδίη ἀσπαίρουσα must be taken, Il.13.443), περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς κτλ. ib. 571;ζωὸν ἔτ' ἀσπαίροντα 12.203
, cf. Od. 19.229, A.Pers. 977 (lyr.), E.IA 1587;νεκροὶ -οντες Antipho 2.4.5
;ἀ. ἄνω κάτω E.El. 843
; of an infant, Hdt.1.111; of fish taken out of the water, Id.9.120, Babr.6.5:—but in Hdt.8.5 Ἀδείμαντος ἤσπαιρε μοῦνος was the only one who still made a struggle, resisted;ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25
.—Poet. and [dialect] Ion. word.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπαίρω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀδείμαντος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείμαντος — fearless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… … Dictionary of Greek
Αδείμαντος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδειμάντω — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείμαντον — ἀδείμαντος fearless masc/fem acc sg ἀδείμαντος fearless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДИМАНТ — • Άδείμαντος, один из афинских адмиралов в битве при Эгоспотаме, в 405 г. до Р. X., где он будто бы показал себя изменником. Хеn. Hell. 2, 1, 30. Lys. Acib. 1, 38 … Реальный словарь классических древностей
ἀδειμάντοισι — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδειμάντου — Ἀδείμαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδειμάντου — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδειμάντω — Ἀδείμαντος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)