Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδείμαντος

См. также в других словарях:

  • Ἀδείμαντος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδείμαντος — fearless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… …   Dictionary of Greek

  • Αδείμαντος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδειμάντω — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδείμαντον — ἀδείμαντος fearless masc/fem acc sg ἀδείμαντος fearless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АДИМАНТ —    • Άδείμαντος,          один из афинских адмиралов в битве при Эгоспотаме, в 405 г. до Р. X., где он будто бы показал себя изменником. Хеn. Hell. 2, 1, 30. Lys. Acib. 1, 38 …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀδειμάντοισι — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδειμάντου — Ἀδείμαντος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδειμάντου — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδειμάντω — Ἀδείμαντος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»