-
1 Αδείμαντος
-
2 Ἀδείμαντος
-
3 αδείμαντος
-
4 ἀδείμαντος
-
5 αδειμαντος
21) безбоязненный, неустрашимый(παῖς Pind.)
οὐκ ἀ. ἑαυτοῦ Aesch. — боящийся за себя;ὅστις ἦλθ΄ ἀδειμάντῳ ποδί Eur. — который бесстрашно прошел2) не внушающий страха, безопасный(οἰκία Luc.)
-
6 Αδειμαντος
ὅ Адимант1) командующий коринфским флотом в 480 г. до н.э. Her.2) афинский военачальник в битве при Эгоспотамосе Xen.3) брат философа Платона Plat. -
7 ἀδείμαντος
1 fearless, of Heraklesἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
-
8 ἀδείμαντος
A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.;ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh. 697
: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers. 162. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδείμαντος
-
9 Ἀδείμαντος
Адимант, афинянин -
10 ἀδείμαντος
ἀ-δείμαντος, frei von od. ohne Furcht, unerschrocken. Adv. ἀδειμάντως, nicht schreckend -
11 αδειμάντω
ἀδείμαντοςfearless: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀδείμαντοςfearless: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀδείμαντοςfearless: masc /fem /neut dat sg -
12 Αδειμάντω
-
13 αδείμαντον
-
14 ἀδείμαντον
-
15 Αδειμάντου
-
16 Ἀδειμάντου
-
17 Αδειμάντωι
-
18 Ἀδειμάντωι
-
19 Αδείμαντε
-
20 Ἀδείμαντε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀδείμαντος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείμαντος — fearless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδείμαντος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Ωκύτη, ναύαρχος του Κορινθιακού στόλου την εποχή που ο Ξέρξης θέλησε να κατακτήσει την Ελλάδα. Όταν ο Θεμιστοκλής, έχοντας λάβει από τους Ευβοείς τριάντα τάλαντα για να ναυμαχήσει με τους Πέρσες έξω από την Εύβοια,… … Dictionary of Greek
Αδείμαντος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδειμάντω — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείμαντον — ἀδείμαντος fearless masc/fem acc sg ἀδείμαντος fearless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДИМАНТ — • Άδείμαντος, один из афинских адмиралов в битве при Эгоспотаме, в 405 г. до Р. X., где он будто бы показал себя изменником. Хеn. Hell. 2, 1, 30. Lys. Acib. 1, 38 … Реальный словарь классических древностей
ἀδειμάντοισι — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδειμάντου — Ἀδείμαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδειμάντου — ἀδείμαντος fearless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδειμάντω — Ἀδείμαντος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)