Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδελφῶν

См. также в других словарях:

  • ἀδελφῶν — ἀδελφή sister fem gen pl ἀδελφός son of the same mother masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδελφών Αγίου Ιωσήφ, μονή — Ονομασία μοναστηριών που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη του Βόλου. Ιδρύθηκε το 1904. Διαθέτει γυμνάσιο. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Αθήνα. Στο μοναστήρι λειτουργεί η Σχολή Αγίου Ιωσήφ. Ιδρύθηκε το 1856. 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφών Ελέους, μονή — Ονομασία μοναστηριών που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ιδρύθηκε το 1856. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Στο μοναστήρι λειτουργεί γυμνάσιο. Ιδρύθηκε το 1886. 3. Γυναικείο… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφών Τιμίου Σταυρού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Αγία Παρασκευή της Αττικής. Στο μοναστήρι λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γηροκομείο. Ιδρύθηκε το 1939 και ανήκει στην Καθολική Εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • Βενεδικτίνων Αδελφών Κλήρου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Πεύκη της Αττικής. Στο μοναστήρι, που εξαρτάται από την Καθολική Εκκλησία, λειτουργούν ορφανοτροφείο και δημοτικό σχολείο …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανίδων αδελφών, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στα Φηρά της Σαντορίνης. Το καθολικό του είναι αφιερωμένο στην Παναγία του Ροδαρίου. Ιδρύθηκε το 1596 στην περιοχή του Σκάρου, αλλά από το 1825 μεταφέρθηκε στα Φηρά. Υπάγεται στη δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας …   Dictionary of Greek

  • τἀδελφῶν — ἀδελφῶν , ἀδελφή sister fem gen pl ἀδελφῶν , ἀδελφός son of the same mother masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пиерийское восстание — 1878 года, в Греции чаще упоминается как Революция Литохоро (греч. Επανάσταση του Λιτοχώρου) по имени города главного центра восстания  восстание греческого населения османской Македонии, направленное одновременно против турецкого господства …   Википедия

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Афинское археологическое общество — Афинское археологическое общество, Центральный вход Афинское археологическое общество ( …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»