-
1 αδίστακτος
-
2 ἀδίστακτος
-
3 ἀδίστακτος
ἀδίστακτος, ον,A undoubted, undisputed, PTeb.124.26 (ii B. C., written - αστος), Phld.Mus.p.80 K. Adv.- τως AP12.151
, Sch.A.R.2.62, Ptol.Geog.1.4.II [voice] Act., undoubting: hence, instinctive, v. l. for (q.v.), Pall. in Hp.2.127 D. Adv. - τως unhesitatingly, Phld.Rh.1.133 S., Syr.in Metaph.73.18, Procl.in Prm.p.756S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίστακτος
-
4 αδίστακτος
ος, ον, αδίσταχτος, η, ο1) не колеблющийся, не сомневающийся; ни перед чем не останавливающийся; решительный; 2) наглый, жестокий -
5 ἀδίστακτος
ἀ-δίστακτος, unbezweifelt, gewiss -
6 αδίστακτος
ruthlessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδίστακτος
-
7 αδιστακτότερον
ἀδίστακτοςundoubted: adverbial compἀδίστακτοςundoubted: masc acc comp sgἀδίστακτοςundoubted: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ἀδιστακτότερον
ἀδίστακτοςundoubted: adverbial compἀδίστακτοςundoubted: masc acc comp sgἀδίστακτοςundoubted: neut nom /voc /acc comp sg -
9 αδιστακτοτέραις
ἀδίστακτοςundoubted: fem dat comp plἀδιστακτοτέρᾱͅς, ἀδίστακτοςundoubted: fem dat comp pl (attic) -
10 ἀδιστακτοτέραις
ἀδίστακτοςundoubted: fem dat comp plἀδιστακτοτέρᾱͅς, ἀδίστακτοςundoubted: fem dat comp pl (attic) -
11 αδιστακτοτέρας
ἀδιστακτοτέρᾱς, ἀδίστακτοςundoubted: fem acc comp plἀδιστακτοτέρᾱς, ἀδίστακτοςundoubted: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
12 ἀδιστακτοτέρας
ἀδιστακτοτέρᾱς, ἀδίστακτοςundoubted: fem acc comp plἀδιστακτοτέρᾱς, ἀδίστακτοςundoubted: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
13 αδιστακτοτέρων
-
14 ἀδιστακτοτέρων
-
15 αδιστάκτως
-
16 ἀδιστάκτως
-
17 αδίστακτον
-
18 ἀδίστακτον
-
19 αδιστάκτοις
-
20 ἀδιστάκτοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδίστακτος — undoubted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… … Dictionary of Greek
ἀδιστακτότερον — ἀδίστακτος undoubted adverbial comp ἀδίστακτος undoubted masc acc comp sg ἀδίστακτος undoubted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστακτοτέραις — ἀδίστακτος undoubted fem dat comp pl ἀδιστακτοτέρᾱͅς , ἀδίστακτος undoubted fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστακτοτέρων — ἀδίστακτος undoubted fem gen comp pl ἀδίστακτος undoubted masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτως — ἀδίστακτος undoubted adverbial ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίστακτον — ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc sg ἀδίστακτος undoubted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτοις — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτου — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτους — ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτων — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)