Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀδίστακτος

  • 1 fütursuz

    αδίστακτος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > fütursuz

  • 2 cibiliyetsiz

    αδίστακτος, μικροπρεπής

    Türkçe-Yunanca Sözlük > cibiliyetsiz

  • 3 tereddütsüz

    αδίστακτος, ανενδοίαστος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tereddütsüz

  • 4 vicdansız

    αδίστακτος, ανενδοίαστος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > vicdansız

  • 5 неразборчивый

    неразборчивый
    прил
    1. (почерк) δυσανάγνωστος·
    2. (в еде) ὁλιγαρκής, μή ἀπαιτητικός:
    \неразборчивыйый в пище ὁ λιτοδίαιτος·
    3. (беспринципный):
    он неразборчив в знакомствах συναναστρέφεται μέ ὀποιον τύχει· \неразборчивыйый в средствах ὁ μεταχειριζόμενος ὅλα τά μέσα, ὁ ἀδίστακτος.

    Русско-новогреческий словарь > неразборчивый

  • 6 unscrupulous

    (having no conscience or scruples; wicked: He is an unscrupulous rogue.) αδίστακτος, ασυνείδητος

    English-Greek dictionary > unscrupulous

  • 7 беззаветный

    επ.
    ανεπιφύλακτος, ολόψυχος, αδίστακτος, ριψοκίνδυνος•

    -ая преданность η ολόψυχη αφοσίωση.

    Большой русско-греческий словарь > беззаветный

  • 8 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 9 ruthless

    1) αδίστακτος
    2) ανελέητος
    3) άσπλαχνος

    English-Greek new dictionary > ruthless

См. также в других словарях:

  • ἀδίστακτος — undoubted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ἀδιστακτότερον — ἀδίστακτος undoubted adverbial comp ἀδίστακτος undoubted masc acc comp sg ἀδίστακτος undoubted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστακτοτέραις — ἀδίστακτος undoubted fem dat comp pl ἀδιστακτοτέρᾱͅς , ἀδίστακτος undoubted fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστακτοτέρων — ἀδίστακτος undoubted fem gen comp pl ἀδίστακτος undoubted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστάκτως — ἀδίστακτος undoubted adverbial ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίστακτον — ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc sg ἀδίστακτος undoubted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστάκτοις — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστάκτου — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστάκτους — ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιστάκτων — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»