-
1 fütursuz
αδίστακτος -
2 cibiliyetsiz
αδίστακτος, μικροπρεπής -
3 tereddütsüz
αδίστακτος, ανενδοίαστος -
4 vicdansız
αδίστακτος, ανενδοίαστος -
5 неразборчивый
неразборчивыйприл1. (почерк) δυσανάγνωστος·2. (в еде) ὁλιγαρκής, μή ἀπαιτητικός:\неразборчивыйый в пище ὁ λιτοδίαιτος·3. (беспринципный):он неразборчив в знакомствах συναναστρέφεται μέ ὀποιον τύχει· \неразборчивыйый в средствах ὁ μεταχειριζόμενος ὅλα τά μέσα, ὁ ἀδίστακτος. -
6 unscrupulous
(having no conscience or scruples; wicked: He is an unscrupulous rogue.) αδίστακτος, ασυνείδητος -
7 беззаветный
επ.ανεπιφύλακτος, ολόψυχος, αδίστακτος, ριψοκίνδυνος•-ая преданность η ολόψυχη αφοσίωση.
-
8 остановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. σταματώ•остановить лошадь σταματώ το άλογο•
остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•
остановить машину σταματώ τη μηχανή.
2. διακόπτω•остановить игру σταματώ το παιγνίδι•
-ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.
|| αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•остановить работы σταματώ τις εργασίες.
3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.
|| συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.1. σταματώ•часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.
|| καταλύω•он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.
2. διακόπτομαι•работа -лась η δουλειά σταμάτησε.
3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.εκφρ.ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος. -
9 ruthless
1) αδίστακτος2) ανελέητος3) άσπλαχνος
См. также в других словарях:
ἀδίστακτος — undoubted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… … Dictionary of Greek
ἀδιστακτότερον — ἀδίστακτος undoubted adverbial comp ἀδίστακτος undoubted masc acc comp sg ἀδίστακτος undoubted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστακτοτέραις — ἀδίστακτος undoubted fem dat comp pl ἀδιστακτοτέρᾱͅς , ἀδίστακτος undoubted fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστακτοτέρων — ἀδίστακτος undoubted fem gen comp pl ἀδίστακτος undoubted masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτως — ἀδίστακτος undoubted adverbial ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίστακτον — ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc sg ἀδίστακτος undoubted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτοις — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτου — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτους — ἀδίστακτος undoubted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιστάκτων — ἀδίστακτος undoubted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)