-
1 σιαλο-χόος
σιαλο-χόος, wer den Speichel fließen läßt, geifernd, Medic.; ἀδένες σιαλοχόοι, Speicheldrüsen, Galen.
-
2 αδένας
-
3 γαλακτογόνος
-
4 έκκριση
[-ις (-εως)] η физиол, выделение; секреция;εσωτερική έκκριση — внутренняя секреция;
αδένες εσωτερικής έκκρίσεως — железы внутренней секреции
-
5 ενδοκρινής
ης, ες мед. эндокринный;ενδοκρινεις αδένες — эндокринные железы
-
6 ιδρωτοποιούς
ός, ό[ν] анат. потовой;ιδρωτοποιούςοί αδένες — потовые железы
-
7 σιαλοχόος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλοχόος
-
8 συντείνω
A strain, draw tight, brace up, σ. [τὰ ὀστᾶ], opp. χαλάω, Pl.Phd. 98d: metaph. of the mind, E.Hipp. 257 (anap.);ἁρμονίαις σ. τὰς ψυχάς Pl.Lg. 800d
:—[voice] Pass., to be in a state of tension, Hp. Art.8, Epid.3.1.δ, Sor.2.18, Gal.6.170.2 strain to the uttermost, urge on, exert,ποδὸς ὁρμάν E.El. 112
(lyr.);δράμημα κυνῶν Id.Ba. 872
(lyr.); λόχιαι στερρὰν παιδείαν Μοῖραι συντείνουσι, of the pains of childbirth, Id.IT 207 (lyr.); :— [voice] Pass., strain all one's powers, ;συντεταμένον καὶ σπουδάζοντα Id.Euthd. 288d
; γνώμῃ συντεταμένῃ with earnest, serious purpose, X.Oec.2.18.3 intr. in [voice] Act., exert oneself, strive, Pl.Sph. 239b;τοῖς τόξοις Hp.
Aër.20;τῷ πνεύματι Arist.APr. 893a2
; hasten,δρόμῳ εἰς τὸ ἄστυ Plu.Nic.30
; of things, become intense,συντείνοντος τοῦ κακοῦ Id. Dio 45
.II direct earnestly to one point,πάντα τὰ αὑτοῦ εἰς τοῦτο Pl.R. 591c
, cf. Grg. 507d;ἐπὶ πόλεμον τὰς αὑτῶν σ. πόλεις Id.Plt. 308a
:—[voice] Pass., συντετάσθαι πρὸς τὸ μέλλον ταῖς φροντίσι, of mental tension or anxiety, Plu.2.473c.2 intr., direct all one's powers to one object, to be bent upon,ἐπὶ τὸ μαθεῖν.. τὸν λόγον Pl.Lg. 641e
; and of things, tend or contribute towards.., c. inf.,σφάξαι σ' Ἀργείων.. συντείνει.. γνώμα E.Hec. 189
(lyr.);τὰ δ' ἐμοὶ δοκεῖ πάντα εἰς ταὐτόν τι συντείνειν Pl.Cra. 403b
; , cf. Ael.Tact.2.1;πάντα τὰ συντείνοντα εἰς τὴν λειτουργίαν POxy.904.5
(v A.D.); ἕν, εἰς ὃ πάντα ς. D.10.54 vulg. ( τείνει codd. opt., ἕν om. S); εἰς ἀδικίαν ἢ δικαιοσύνην, etc., Arist.EN 1127a34, cf. Epicur.Ep.2p.35U.;εἰς ταὐτὸν κεφάλαιον Gal. 15.613
;ἐπὶ τὴν ἀνδρείαν Pl.Plt. 309b
;πρὸς ἀρετήν Id.Lg. 731a
, Isoc. 15.67, cf. Epicur.Ep.1p.29U.; πρὸς τὸν σκοπόν, etc., Arist.EN 1144a25, al.III in physical sense, lead to, εἰς μίαν τινὰ ἰδέαν ς. Pl.Tht. 184d; σ. πρὸς τὸν ἄνω τόπον, πρὸς τὴν καρδίαν, Arist.Juv. 469a16,20;σ. αἱ ἀδένες ἐπὶ σφᾶς τὸ ἄλλο σῶμα Hp.Gland. 2
.IV [voice] Pass., to be exasperated against,πρός τινα Com.Adesp. 22.56
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντείνω
-
9 σχίσις
A cleavage, parting, Pl.Phd. 97a, 101c; of roads, ib. 108a; of the wings of birds (cf. σχιζόπτερος), Arist.HA 532a26; of the feet of animals (cf. σχιζόπους), Id.PA 663a31; of a plant, Dsc.4.187; of rivers, Plu.2.93f; κατὰ τὴν σχίσιν at the cleavage (of the gullet into oesophagus and trachea), cj. for κατὰ σχέσιν (v.l. κατάσχεσιν ) in Archig. ap. Orib.8.1.18;ἀδένες.. σχίσεις ἀγγείων στηρίζοντες Gal.6.674
, cf. 15.532. -
10 τιτθός
-
11 ἀναπετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπετής
-
12 ἐξοχετεύω
A draw off,ποταμοὶ ἐ. τὸ ὕδωρ ἐκ τῶν πεδίων Hp.
Aër.18;εἰς τὸ στόμα τὸ σίαλον ἐ. οἱ ἀδένες Gal.UP 10.11
: metaph.,λόγου λόγον -εύων Emp.35.2
;ὑψόθεν ἁρμονίης ῥύμα Procl.H.1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοχετεύω
-
13 σιαλοχόος
σιαλο-χόος, wer den Speichel fließen läßt, geifernd; ἀδένες σιαλοχόοι, Speicheldrüsen
См. также в других словарях:
αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
βαρθολίνειοι αδένες — Αδένες, μεγέθους φασολιού, που βρίσκονται στην είσοδο του κόλπου των γυναικών και από τις δύο πλευρές του. Πήραν το όνομά τους από τον Δανό γιατρό και φυσιολόγο Μπαρτολέν (Kaspar Bartholin, 1655 1738), που τους επισήμανε πρώτος. Οι αδένες αυτοί… … Dictionary of Greek
εξωκρινείς αδένες — Αδένες οι οποίοι αποβάλλουν το έκκριμά τους, μέσω ενός εκφορητικού αγωγού, προς μια ελεύθερη επιφάνεια του σώματος, σε αντίθεση με τους ενδοκρινείς αδένες, οι οποίοι αποβάλλουν το έκκριμά τους (ορμόνες) απευθείας στο αίμα, χωρίς τη μεσολάβηση… … Dictionary of Greek
σιαλογόνοι αδένες — Όργανα προσκείμενα στη στοματική κοιλότητα, που εκκρίνουν ένα ειδικό υγρό, το σάλιο, βασικές λειτουργίες του οποίου είναι η ύγρανση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας και η πρώτη φάση της πέψης των τροφών, και ειδικότερα των υδατανθράκων… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
βλεννογόνος — Η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων, τα οποία επικοινωνούν με το εξωτερικό του σώματος. Β. έχουν για παράδειγμα οι ρινικές κοιλότητες και οι παραρινικοί κόλποι, το στόμα, ολόκληρος ο πεπτικός σωλήνας, η ουροδόχος… … Dictionary of Greek