-
1 αγαμενως
-
2 αγαμένως
ἄγαμαιwonder: pres part mp masc acc pl (doric)ἀγᾱμένως, ἀγάομαιadmiring: pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic)ἀγᾱμένως, ἀγάωpres part mp masc acc pl (doric)ἀγᾱμένως, ἀγάζωexalt overmuch: fut part mid masc acc pl (doric)ἀγαμένωςwith admiration: indeclform (adverb) -
3 ἀγαμένως
ἄγαμαιwonder: pres part mp masc acc pl (doric)ἀγᾱμένως, ἀγάομαιadmiring: pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic)ἀγᾱμένως, ἀγάωpres part mp masc acc pl (doric)ἀγᾱμένως, ἀγάζωexalt overmuch: fut part mid masc acc pl (doric)ἀγαμένωςwith admiration: indeclform (adverb) -
4 ἀγαμένως
ἀγαμένως, beifällig, mit Bewunderung u. Beifall, z. B. δέξασϑαι λόγον Plat. Phaed. 89 a; dem ταπεινῶς entgegenstehend bei Arist. Rhet. 3, 7.
-
5 ἀγαμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαμένως
-
6 ἀγαμένως
ἀγαμένως, mit Verehrung beifällig, mit Bewunderung u. Beifall -
7 ευμενως
1) благожелательно, ласково(εὐ. καὴ ἀγαμένως Plat.; ἔχειν πρός τινα Plut.)
2) благосклонно, милостиво(διατεθῆναι πρός τινα Isocr.; ἀκούειν Plat.)
См. также в других словарях:
αγαμένως — ἀγαμένως επίρρ. (Α) με θαυμασμό ή με σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάμενος, μτχ. του ρ. ἄγαμαι] … Dictionary of Greek
ἀγαμένως — ἄγαμαι wonder pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάομαι admiring pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic) ἀγᾱμένως , ἀγάω pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάζω exalt overmuch fut part mid masc acc pl (doric) ἀγαμένως… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] … Dictionary of Greek