Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγαμένως

См. также в других словарях:

  • αγαμένως — ἀγαμένως επίρρ. (Α) με θαυμασμό ή με σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάμενος, μτχ. του ρ. ἄγαμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀγαμένως — ἄγαμαι wonder pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάομαι admiring pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic) ἀγᾱμένως , ἀγάω pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάζω exalt overmuch fut part mid masc acc pl (doric) ἀγαμένως… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»