-
121 Ψιχαρπαξ
-
122 'γώ
ἀγώ, ἀγόςleader: masc nom /voc /acc dualἐγώ, ἐγώI at least: masc /fem nom /voc 1st sg -
123 άγα
ἄγᾱ, ἄγαμαιwonder: pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic)ἄγᾱ, ἄγηwonder: fem nom /voc /acc dualἄγᾱ, ἄγηwonder: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἄγᾱ, ἄγοςany matter of religious awe: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)ἄ̱γᾱ, ἀγάωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἄγᾱ, ἀγάωpres imperat act 2nd sgἄγᾱ, ἀγάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
124 ἄγα
ἄγᾱ, ἄγαμαιwonder: pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic)ἄγᾱ, ἄγηwonder: fem nom /voc /acc dualἄγᾱ, ἄγηwonder: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἄγᾱ, ἄγοςany matter of religious awe: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)ἄ̱γᾱ, ἀγάωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἄγᾱ, ἀγάωpres imperat act 2nd sgἄγᾱ, ἀγάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
125 άγεα
-
126 ἄγεα
-
127 άγεσι
-
128 ἄγεσι
См. также в других словарях:
ἁγός — ἀγός , ἀγός leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγος — any matter of religious awe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅγος — ἄγος any matter of religious awe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
ἄγει — ἄγος any matter of religious awe neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄγεϊ , ἄγος any matter of religious awe neut dat sg (epic ionic) ἄγος any matter of religious awe neut dat sg ἄγω lead pres ind mp 2nd sg ἄγω lead pres ind act 3rd sg ἄ̱γει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] … Dictionary of Greek
πυκνορράξ — ᾱγος, και πυκνόρραξ, αγος, και πυκνορρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που έχει πυκνές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ῥάξ / ῥώξ «ρώγα»] … Dictionary of Greek
τεκνάρπα — αγος, ὁ, Μ αυτός που αρπάζει παιδιά, απαγωγέας παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek
υδράρπαξ — άγος, ὁ, Α είδος χρονομέτρου με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek