-
1 αγωνιστικος
31) пригодный для состязаний(σώματος ἀρετή, δύναμις Arst.)
2) задорный, полемический(λόγοι Arst., Plut.)
3) склонный к спорам(τῶν σοφῶν τις Plat.)
-
2 αγωνιστικός
См. также в других словарях:
ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικαῖς — ἀγωνιστικός fit for contest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)