-
1 ἀγωνιστικός
ἀγωνιστικός, zum Kampfe gehörig, ἡ -κή, die Kampf-, Disputirkunst, Plat. Soph. 225 a ff.; τὸ -κόν 219 c; dem διαλεκτικός entgegengstzt, s. ἀγωνίζομαι, Arist. lop. 8, 4; λέξις, der Styl der öffentlichen Redner, rhet. 3, 12; streitsüchtig, neben ἐριστικός, Plat. Men. 75 c. Bei den Aerzten: entscheidend. – Adv- ἀγωνιστικῶς ἔχειν, Lust zum Streiten haben, Plut. Syll. 16.
-
2 ἀγωνιστικός
ἀγωνιστικός, zum Kampfe od. Streiten geeignet; Kunst des Wettkampfes; bei den Ärzten: entscheidend. Adv. -ῶς, streitlustig sein -
3 φιλ-αγωνιστικός
φιλ-αγωνιστικός, ή, όν, = Vorigem, Schol. Pind. I. 4, 47.
-
4 ἀντ-αγωνιστικός
ἀντ-αγωνιστικός, den Gegner betreffend, Poll. 3, 141.
-
5 ἀνταγωνιστικός
-
6 φιλάγων
φιλ-άγων, ωνος, u. φιλ-αγωνιστικός, ή, όν, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich
См. также в других словарях:
ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικαῖς — ἀγωνιστικός fit for contest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)