-
21 ἀγωνιστικόν
ἀγωνιστικόςfit for contest: masc acc sgἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc sg -
22 αγωνιστικώτατα
ἀγωνιστικόςfit for contest: adverbial superlἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc superl pl -
23 ἀγωνιστικώτατα
ἀγωνιστικόςfit for contest: adverbial superlἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc superl pl -
24 αγωνιστικώτατον
ἀγωνιστικόςfit for contest: masc acc superl sgἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc superl sg -
25 ἀγωνιστικώτατον
ἀγωνιστικόςfit for contest: masc acc superl sgἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc superl sg -
26 αγωνιστική
-
27 ἀγωνιστικῇ
-
28 αγωνιστικής
-
29 ἀγωνιστικῆς
-
30 αγωνιστικαίς
-
31 ἀγωνιστικαῖς
-
32 αγωνιστικαί
-
33 ἀγωνιστικαί
-
34 αγωνιστικοίς
-
35 ἀγωνιστικοῖς
-
36 αγωνιστικού
-
37 ἀγωνιστικοῦ
-
38 αγωνιστικοί
-
39 ἀγωνιστικοί
-
40 αγωνιστικούς
См. также в других словарях:
ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικαῖς — ἀγωνιστικός fit for contest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)