-
1 αγωνιστικον
τό Plat. = ἀγωνιατική -
2 αγωνιστικόν
ἀγωνιστικόςfit for contest: masc acc sgἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀγωνιστικόν
ἀγωνιστικόςfit for contest: masc acc sgἀγωνιστικόςfit for contest: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek