-
61 ἀγωνιστικώταται
-
62 αγωνιστικώτατος
-
63 ἀγωνιστικώτατος
-
64 αγωνιστικώτερα
-
65 ἀγωνιστικώτερα
-
66 αγωνιστικώτεραι
-
67 ἀγωνιστικώτεραι
-
68 αγωνιστικώτερος
-
69 ἀγωνιστικώτερος
-
70 φιλαγωνιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγωνιστικός
-
71 ἀγωνικός
A v.l. for ἀγωνιστικός, D.H.Rh.6.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνικός
-
72 ἀγωνιστήριος
A = ἀγωνιστικός, κύβηλις Anaxipp.6.6.II [suff] ἀγων-ιστήριον, τό, place of assembly, Aristid.1.108 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστήριος
-
73 ἀνταγωνιστικός
-
74 φιλάγων
φιλ-άγων, ωνος, u. φιλ-αγωνιστικός, ή, όν, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich
См. также в других словарях:
ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιστικαῖς — ἀγωνιστικός fit for contest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)