-
1 αγωνιστής
-
2 ἀγωνιστής
-
3 ἀγωνιστής
ἀγωνιστής, ὁ, der Kampfer, bes. in den Kampfspielen, Her. 5, 22; oft bei Plat.; auch in der Schlacht, Xen. Cyr. 1, 5, 11; ἵπποι ἀγ., Pferde zum Wettrennen, Plut. Them. 25. Uebh. wer etwas eifrig betreibt, z. B. τῆς ἀρετῆς Aesch. 3, 180; ἀληϑείας, Verfechter der Wahrheit, Plut. de poet. and. 2; ἄκρος ἀγ., ein Meister in seiner Kunst, Dem. 61, 44; ἀγ. προῄρημαι μᾶλλον εἶναι τῶν πόνων ἢ διδάσκαλος τῶν ἄϑλων, ich will mich lieber selbst im Kampfe anstrengen, als Andere kämpfen lehren, 61, 48. – Schauspieler, bei Athen. XII, 537 d. Oeffentlicher Redner, Plat. Phaedr. 269 d; vgl. Thuc. 3, 37.
-
4 αγωνιστης
- οῦ ὅ1) участник соревнования, соперник Her., Isocr.ἵπποι ἀγωνισταί Plut. — лошади для состязаний
2) спорящая сторона, участник спора Thuc., Plat.3) борец, защитник, ревнитель(τῆς ἀρετῆς Aeschin.; τῆς ἀληθείας Plut.)
4) мастер, знаток(τῆς γεωμετρίας Dem.)
5) актер Arst. -
5 ἀγωνιστής
ἀγωνιστής, der (Wett-)Kämpfer, bes. in den Kampfspielen u. in der Schlacht (auch von Pferden); übh. wer etwas eifrig betreibt; Schauspieler, öffentlicher Redner, Anwalt -
6 αγωνιστής
-
7 αγωνιστής
[агонистис] ουσ α борец. -
8 ἀγωνιστής
A combatant, :—esp. competitor in the games, Hdt.2.160, 5.22; generally, opp. κριτής, Isoc.2.13, Th.3.37, etc.:—as Adj., ἀ. ἵπποι race- horses, Plu.Them.25.III c. gen., one who struggles for a thing, champion, ἀ. τῆς ἀρετῆς, ἀληθείας, Aeschin.3.180 (pl.), Plu.2.16c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστής
-
9 αγωνιστής
campaignerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγωνιστής
-
10 ἀγωνιστής,-οῦὁ N 1 0-0-0-0-1=1[/*] 4 Mc 12,14
competitor, champion [τινος]Lust (λαγνεία) > ἀγωνιστής,-οῦὁ N 1 0-0-0-0-1=1[/*] 4 Mc 12,14
-
11 πρωτ-αγωνιστής
πρωτ-αγωνιστής, ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; Arist. poet. 4; Luc. Alex. 12; τοῠ δράματος, Calumn. 7, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, Ath. VI, 257 b, der erste unter den Dienern.
-
12 προς-αγωνιστής
προς-αγωνιστής, ὁ, s. προαγωνιστής, zw.
-
13 προ-αγωνιστής
προ-αγωνιστής, ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.
-
14 προ-δι-αγωνιστής
προ-δι-αγωνιστής, ὁ, der vorher Etwas durchkämpft, Philo.
-
15 συν-αγωνιστής
συν-αγωνιστής, ὁ, der mit od. zusammen Ka mpsende, Beistand im Kampf, u. ähnl.; Plat. Alc. I, 119 d; Κόνωνα ἔλαβε συναγωνιστήν, Isocr. 4, 142, wie Pol. 3, 34, 2; συναγωνιστῇ χρησάμενος τῷ ποταμῷ, 3, 14, 5; καὶ συνεργός, Dem. 18, 41; vgl. Poll. 3, 12.
-
16 τριτ-αγωνιστής
τριτ-αγωνιστής, ὁ, der dritte Kämpfer, bes. auf der Bühne der Schauspieler, der in einem dramatischen Stücke die dritte Rolle spielt, Dem. 18, 129.
-
17 κατ-αγωνιστής
κατ-αγωνιστής, ὁ, der Sieger im Kampfe, Iambl.
-
18 δευτερ-αγωνιστής
δευτερ-αγωνιστής, ὁ, die zweite Rolle auf dem Theater spielend, der zweite Schauspieler, u. übh. wer vor Gericht od. sonst die zweite Rolle spielt, Dem. 19, 10; Luc. Peregr. 36.
-
19 ἀντ-αγωνιστής
ἀντ-αγωνιστής,, ὁ, Nebenbuhler, ἐν τῷ σταδίῳ Alex. Ath. II, 49 e; Xen. Cyr. 3, 3, 36; τινὶ πλούτου, im Reichthum, Hier. 4, 6; Feind, im Kriege, Cyr. 1, 6, 8; vor Gericht, Isocr. 4, 75; Pol. 2, 45.
-
20 αγωνιστάς
ἀγωνιστά̱ς, ἀγωνιστήςcombatant: masc acc plἀγωνιστά̱ς, ἀγωνιστήςcombatant: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀγωνιστής — combatant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνιστής — ο (Α ἀγωνιστής) (Ν θηλ. ίστρια) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που αγωνίζεται σε πόλεμο, μαχητής, πολεμιστής 2. ανταγωνιστής σε αθλητικό αγώνα, αθλητής 3. αυτός που αγωνίζεται ειρηνικά για κάτι, υπέρμαχος, υποστηρικτής νεοελλ. για τους αγωνιστές τής… … Dictionary of Greek
αγωνιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αθλητής: Οι αγωνιστές ανήκαν κυρίως σε δύο αθλητικούς συλλόγους. 2. μαχητής: Οι αγωνιστές της Αντίστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξοχρήστου, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Ξηροχώρι Ευβοίας. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες, πρώτα ως απλός αγωνιστής και αργότερα ως εικοσιπένταρχος στη χιλιαρχία του Δ. Τσάμη Καρατάσσου. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στο σώμα της Oρoφυλακής και στη Φάλαγγα. (Η… … Dictionary of Greek
Αλούκος, Θεόδωρος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το χωριό Καψάλι της Καρυστίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, με αρχηγούς τους Κριεζώτη και Ρούκη. Ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, ήταν επίσης εθνικός αγωνιστής … Dictionary of Greek
Νικόδημος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821 από τα Ψαρά. Το 1823 πήρε μέρος στη ναυμαχία του Τρίκκερι, όπου με κίνδυνο της ζωής του έκαψε το πυρπολικό του. Επίσης, στη ναυμαχία της Λέσβου (1824) πυρπόλησε τουρκική κορβέτα. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στο Ναυτικό… … Dictionary of Greek
Παπατσώνης, Δημήτριος — Αγωνιστής και πολιτικός από την Ανδρούσα. Πολέμησε στο Βαλτέτσι και στην πολιορκία της Τρίπολης. Μετά την άλωση της Τρίπολης (23 Σεπτεμβρίου 1821) εξελέγη γερουσιαστής στην πελοποννησιακή γερουσία. Πολέμησε επίσης στα Δερβενάκια και σε άλλες… … Dictionary of Greek
αμανίτης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα. * * * ο (Α ἀμανίτης) 1. μύκητας, μανιτάρι 2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται περιληπτική ονομασία όλων … Dictionary of Greek
Αβραμάκος, Μιχαήλ — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο χωριό Γέρμα της Οιτύλου. Πολέμησε στην Τρίπολη, την Κόρινθο, το Μεσολόγγι και στις πολιορκίες κάστρων της Μεσσηνίας … Dictionary of Greek
Αβραντίνης, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 κατόρθωσε να εισχωρήσει στο φρούριο της Τριπολιτσάς και να ανοίξει τις πύλες του, οπότε και εισέβαλαν οι Έλληνες πολιορκητές … Dictionary of Greek
Αγαγιώτης, Μανώλης — Αγωνιστής του 1821. Ιδιοκτήτης ιστιοφόρου, πήρε μέρος στην Επανάσταση μεταφέροντας τρόφιμα και στρατιωτικά εφόδια στην περιοχή της Εύβοιας και των Σποράδων … Dictionary of Greek