-
21 αγωγαί
-
22 ἀγωγαί
-
23 αγωγών
-
24 ἀγωγῶν
-
25 αγωγάς
-
26 ἀγωγάς
-
27 αγωγέων
ἀγωγεύςhaulier: masc gen plἀγωγέω̆ν, ἀγωγεύςhaulier: masc gen plἀγωγήcarrying away: fem gen pl (epic ionic) -
28 ἀγωγέων
ἀγωγεύςhaulier: masc gen plἀγωγέω̆ν, ἀγωγεύςhaulier: masc gen plἀγωγήcarrying away: fem gen pl (epic ionic) -
29 αγωγήν
-
30 ἀγωγήν
-
31 διεξαγωγή
διεξ-ᾰγωγή, ἡ,II inquiry, inquest, PTeb.14.6 (ii B. C.), PRyl.65.10 (i B. C.).IIIδ. τοῦ βίου
a way of living,D.S.
4.30, cf. Hierocl.p.53A., S.E.M.7.158, al.: abs., Phld.Sto.339.19, Arr.Epict.1.6.21, Ecphant. ap. Stob. 4.7.64;τὰς δ. ποιεῖσθαι S.E.M.1.178
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξαγωγή
-
32 ζητητικός
2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol. 1265a12. Adv.- κῶς Procl.in Prm.p.515S.
3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70;ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητητικός
-
33 κάταγμα
A wool drawn or spun out, worsted, Pl.Plt. 282e; flock of wool, S.Tr. 695, Ar.Lys. 583, Philyll.22, Chor. p.92 B. [[pron. full] τᾰ by nature, Ammon.Diff.p.78 V.]------------------------------------A fragment, BCH35.286 (Delos, ii B.C.); laterμικρὰ κατεάγματα λίθου BGU647.13
(ii A.D.); πλίνθων κατάγματα dub. cj. in Alc. 153.2 Medic., fracture, Hp.Aph.5.22, Thphr.HP4.8.6, Sor.Fract.1, al., Gal.10.423;μελῶν Vett.Val.110.5
. [[pron. full] τᾱ by nature, Ammon.Diff.p.78V.]:—hence [suff] καταγλωττ-αγματικός, ή, όν, liable to fracture, Vett.Val.110.23; but usu.2 of or for fracture,ἔμπλαστρος Asclep.
ap. Gal.13.536;ἀγωγή Pall.
in Hp.Fract.12.279C.;ἐπίδεσις Gal.18(2).441
. Adv. - κῶς ib.536.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάταγμα
-
34 κατεισαγωγή
κατεισ-ᾰγωγή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεισαγωγή
-
35 μοχθηρός
A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th. 257;ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph. 254
; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach. 165, Ra. 1175; ; of conditions,μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46
; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch. 752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib. 505a;μ. ἔχειν Arist.Pol. 1254b1
: [comp] Comp.,μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R. 343e
: [comp] Sup. - ότατα, διακείμενοι Id.Erx. 406
.2 in bad condition, ;ἱμάτιον Cratin.207
; ; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8;μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107
;μ. τραγῳδία Arist.Metaph. 1090b20
; ; ;ἀγωγή PTeb.24.57
(ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210
.II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; , cf. Pl.Men. 91e;τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl. 1003
; of acts, etc.,μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510
;ὑφοψία μ. OGI315.58
(Pessinus, ii B. C.);ῥῆμα μ. SIG1175.5
(Piraeus, iv/iii B. C.);μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13
(v.l. - ότερον Adv. [comp] Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14 ) argues that like other Adjs. in - ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra. 1175, Pl. 391; cf. πονηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρός
-
36 νεκυαγωγή
νεκῠ-ᾰγωγή, ἡ,A calling up of spirits, necromancy, PMag.Par.1.222.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκυαγωγή
-
37 νεωτερικός
A natural to a youth, youthful,ἀγωγή Plb.10.21.7
;αὐθάδεια J.AJ16.11.8
;ἐπιθυμίαι 2 Ep.Ti.2.22
;ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3
. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεωτερικός
-
38 παρακαταγωγή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταγωγή
-
39 παρακολλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακολλητικός
-
40 παρασυναγωγή
παρασυν-ᾰγωγή, ἡ, Rhet.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυναγωγή
См. также в других словарях:
ἀγωγή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αγωγή — η 1. τρόπος εκπαίδευσης των ανηλίκων: Η σύγχρονη αγωγή των νέων είναι πολύ διαφορετική από την πριν λίγες δεκαετηρίδες. 2. μέθοδος επιστημονική για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Θεραπευτική αγωγή, σωματική αγωγή κτλ. 3. έγγραφη προσφυγή στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωγῇ — ἀγωγῆι , ἀγωγεύς haulier masc dat sg (epic ionic) ἀγωγή carrying away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγῆ — ἀγωγεύς haulier masc nom/voc/acc dual ἀγωγεύς haulier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… … Dictionary of Greek
Παυλιανή αγωγή — (Νομ.). Στα χρόνια του πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, το 563, και κατ’ άλλους στα χρόνια του Παύλου Βιργίνιου, το 560, παραχωρήθηκε στους δανειστές το δικαίωμα να προσβάλουν τις πράξεις του οφειλέτη τους, αν αυτός, με δόλια μέσα, μειώνει την περιουσία … Dictionary of Greek
ἀγωγαῖς — ἀγωγή carrying away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγαί — ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγήν — ἀγωγή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγῶν — ἀγωγή carrying away fem gen pl ἀγωγός leading masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)