-
1 αγωγαιος
См. также в других словарях:
αγωγαίος — ἀγωγαῑος, ον (Α) [ἀγωγή] ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο … Dictionary of Greek
ἀγωγαῖον — ἀγωγαῖος fit for leading by masc/fem acc sg ἀγωγαῖος fit for leading by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)