Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κυνάγχη

См. также в других словарях:

  • κυνάγχη — dog quinsy fem nom/voc sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχῃ — κυνάγχη dog quinsy fem dat sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… …   Dictionary of Greek

  • κυνάγχη — η (ιατρ.), πρήξιμο και φλεγμονή του φάρυγγα, που συνοδεύεται από δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυναγχῶν — κυνάγχη dog quinsy fem gen pl κυνάγχης dog throttler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχαις — κυνάγχη dog quinsy fem dat pl κυνάγχης dog throttler masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχην — κυνάγχη dog quinsy fem acc sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχης — κυνάγχη dog quinsy fem gen sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγχικός — ή, ό (Α κυναγχικός, ή, όν) [κυνάγχη] 1. αυτός που αναφέρεται στην κυνάγχη 2. αυτός που πάσχει από κυνάγχη αρχ. φρ. «πάθος κυναγχικόν» κυνάγχη …   Dictionary of Greek

  • αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… …   Dictionary of Greek

  • λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»