-
1 αγχώμαλοι
-
2 ἀγχώμαλοι
-
3 ἀγχώμαλος
A nearly equal,ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49
; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134;τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6
;τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42
, cf. D.H.5.14:—neut. pl. as Adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71;ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12
. Adv.- άλως Id.VH 2.37
, App.Praef.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχώμαλος
См. также в других словарях:
ἀγχώμαλοι — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτονία — η, ΝΜΑ [χειροτονῶ] (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπου νεοελλ. ειρων. ξυλοδαρμός μσν. αρχ. 1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α.… … Dictionary of Greek