Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγχώμαλοι

См. также в других словарях:

  • ἀγχώμαλοι — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτονία — η, ΝΜΑ [χειροτονῶ] (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπου νεοελλ. ειρων. ξυλοδαρμός μσν. αρχ. 1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»