-
1 αγχώμαλος
-
2 ἀγχώμαλος
-
3 ἀγχώμαλος
A nearly equal,ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49
; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134;τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6
;τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42
, cf. D.H.5.14:—neut. pl. as Adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71;ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12
. Adv.- άλως Id.VH 2.37
, App.Praef.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχώμαλος
-
4 αγχωμάλως
-
5 ἀγχωμάλως
-
6 αγχώμαλον
-
7 ἀγχώμαλον
-
8 αγχωμάλου
-
9 ἀγχωμάλου
-
10 αγχωμάλους
-
11 ἀγχωμάλους
-
12 αγχωμάλω
-
13 ἀγχωμάλῳ
-
14 αγχωμάλων
-
15 ἀγχωμάλων
-
16 αγχώμαλα
-
17 ἀγχώμαλα
-
18 αγχώμαλοι
-
19 ἀγχώμαλοι
См. также в других словарях:
αγχώμαλος — ἀγχώμαλος, ον (AM) 1. σχεδόν ίσος 2. αμφίρροπος, αμφίβολος μσν. επίρρ. ἀγχωμάλως ομαλά, συνετά, φρόνιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὁμαλός, με αποβολή τού ι και έκταση τού αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος τού β΄ συνθετικού ὁ σε μακρόχρονο ω ] … Dictionary of Greek
ἀγχώμαλος — nearly equal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχωμάλως — ἀγχώμαλος nearly equal adverbial ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχώμαλον — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem acc sg ἀγχώμαλος nearly equal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχωμάλου — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχωμάλους — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχωμάλων — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχωμάλῳ — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχώμαλα — ἀγχώμαλος nearly equal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχώμαλοι — ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek