-
1 αγχιτοκος
-
2 ἀγχίτοκος
ἀγχίτοκος, -ον -
3 ἀγχιτόκος
ἀγχι-τόκος, ον,A near the birth, ὠδῖνες pangs of child-birth, Pi.Fr.88.2, Nonn.D.24.197; of a woman, AP7.462 (Dionys.);νύμφαι Nonn.D.8.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχιτόκος
-
4 ἀγχίτοκος
-
5 αγχιτόκοις
-
6 ἀγχιτόκοις
-
7 αγχιτόκοισιν
ἀγχίτοκοςmasc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀγχιτόκοςnear the birth: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
8 ἀγχιτόκοισιν
ἀγχίτοκοςmasc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀγχιτόκοςnear the birth: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 αγχιτόκον
ἀγχιτόκοςnear the birth: masc /fem acc sgἀγχιτόκοςnear the birth: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀγχιτόκον
ἀγχιτόκοςnear the birth: masc /fem acc sgἀγχιτόκοςnear the birth: neut nom /voc /acc sg -
11 αγχιτόκου
-
12 ἀγχιτόκου
-
13 αγχιτόκους
-
14 ἀγχιτόκους
-
15 ἀγχί-τεξ
См. также в других словарях:
αγχίτοκος — ἀγχίτοκος, ον (Α) 1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό 2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + τόκος] … Dictionary of Greek
ἀγχιτόκοις — ἀγχίτοκος masc/fem/neut dat pl ἀγχιτόκος near the birth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκοισιν — ἀγχίτοκος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀγχιτόκος near the birth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκον — ἀγχιτόκος near the birth masc/fem acc sg ἀγχιτόκος near the birth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκου — ἀγχίτοκος masc/fem/neut gen sg ἀγχιτόκος near the birth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιτόκους — ἀγχίτοκος masc/fem acc pl ἀγχιτόκος near the birth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek
αρρητοτόκος — ἀρρητοτόκος, ον (Μ) αυτός που γέννησε με τρόπο μυστηριώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αγχίτοκος, αρρενοτόκος κ.ά.)] … Dictionary of Greek