Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀγχέ-μᾰχος

См. также в других словарях:

  • εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»