-
1 αγχωμαλως
-
2 αγχωμάλως
-
3 ἀγχωμάλως
-
4 ἀγχ-ώμαλος
ἀγχ-ώμαλος, sehr ähnlich, fast gleich, ἀγχ. ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ Thuc. 3, 49 (Plut. Caes. 42); νίκη ἀγχ., unentschiedener Sieg, Thuc. 4, 134 (Plut. Oth. 13); ebenso ἀγχώμαλα ἐναυμάχουν 'Thnc. 7, 71, wie Luc. ἀγχώμαλα ἐγένετο αὐτοὶς, Hermot. 12; ἀγχωμάλως ναυμαχεῖν Ver. hist. II, 37.
См. также в других словарях:
ἀγχωμάλως — ἀγχώμαλος nearly equal adverbial ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχώμαλος — ἀγχώμαλος, ον (AM) 1. σχεδόν ίσος 2. αμφίρροπος, αμφίβολος μσν. επίρρ. ἀγχωμάλως ομαλά, συνετά, φρόνιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὁμαλός, με αποβολή τού ι και έκταση τού αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος τού β΄ συνθετικού ὁ σε μακρόχρονο ω ] … Dictionary of Greek