Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγχωμάλως

См. также в других словарях:

  • ἀγχωμάλως — ἀγχώμαλος nearly equal adverbial ἀγχώμαλος nearly equal masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχώμαλος — ἀγχώμαλος, ον (AM) 1. σχεδόν ίσος 2. αμφίρροπος, αμφίβολος μσν. επίρρ. ἀγχωμάλως ομαλά, συνετά, φρόνιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὁμαλός, με αποβολή τού ι και έκταση τού αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος τού β΄ συνθετικού ὁ σε μακρόχρονο ω ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»