Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγχοῦ

См. также в других словарях:

  • αγχού — ἀγχοῡ (Α) επίρρ. κοντά, πλησίον, δίπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι. ΠΑΡ. αρχ. ἀγχόθεν, ἀγχόθι] …   Dictionary of Greek

  • ἀγχοῦ — near indeclform (adverb) ἀναχώννυμι heap up into a mound pres imperat mp 2nd sg ἀναχώννυμι heap up into a mound imperf ind mp 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγχου — ἄ̱γχου , ἄγχω squeeze imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἄγχω squeeze pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἄγχω squeeze imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἀναχώννυμι heap up into a mound pres imperat act 2nd sg ἀναχώννυμι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχόθι — ἀγχόθι (Α) επίρρ. κοντά (σε δήλωση στάσης πρβλ. ἄγχι*, ἀγχοῡ*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγχοῦ + παραγ. κατάλ. επιρρ. θι] …   Dictionary of Greek

  • ARICIA — I. ARICIA Latii oppid. post Albnum montem in via Appia, ab Hippolyto Thesei filio conditum; ita dictum ab Aricia, nobili Atticae femina, quam idem fertur adamâsle. In agro Aricino praestantissimi proveniebant porri, de quibus Columella l. 10.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MAURUSII — Africae populi, quorum regio Maurusia, quam iuxta Herculis columnas, ponit Dionysius, v. 184. Ἀλλ᾿ ἤτοι πυμάτην μὲν ἐπὶ γλωχῖνα νέμονται Ἀγχοῦ ςηλάων, Μαυρουσίδος ἔθνεα γαίης. Virg. Aen. l. 4. v. 206. Iuppiter omnipotens, cui nunc Maurusia pictis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • αγχοτάτω — ἀγχοτάτω (Α) επίρρ. (υπερθ. τού ἀγχοῡ *) 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. ομοιότατα 3. φρ. «οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες», οι πλησιέστατοι συγγενείς …   Dictionary of Greek

  • αγχόθεν — ἀγχόθεν (Α) επίρρ. από πολύ κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγχοῦ + παραγ. κατάλ. επίρρ. θεν] …   Dictionary of Greek

  • αγχότερος — ἀγχότερος, α, ον (Α) (συγκριτ. επίθ. τού επιρρ. ἀγχοῡ *) πλησιέστερος, κοντινότερος …   Dictionary of Greek

  • συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»