-
1 αγχινοία
ἀγχινοίᾱ, ἀγχίνοιαready wit: fem nom /voc /acc dual——————ἀγχινοίᾱͅ, ἀγχίνοιαready wit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγχίνοια
-
3 ἀγχίνοια
-
4 ἀγχινοία
Βλ. λ. αγχινοία -
5 ἀγχινοίᾳ
Βλ. λ. αγχινοία -
6 ἀγχίνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίνοια
-
7 αγχίνοια
sagacityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγχίνοια
-
8 αγχινοίας
ἀγχινοίᾱς, ἀγχίνοιαready wit: fem acc plἀγχινοίᾱς, ἀγχίνοιαready wit: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἀγχινοίας
ἀγχινοίᾱς, ἀγχίνοιαready wit: fem acc plἀγχινοίᾱς, ἀγχίνοιαready wit: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 αγχινοίαι
-
11 ἀγχινοίαι
-
12 αγχινοίαις
-
13 ἀγχινοίαις
-
14 αγχίνοιαι
-
15 ἀγχίνοιαι
-
16 αγχίνοιαν
-
17 ἀγχίνοιαν
-
18 αὐλικός
A of the court, courtier-like,κατὰ τὴν φύσιν Plb. 23.5.4
;αὐ. ἀγχίνοια 15.34.4
; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: [comp] Comp.,ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Id.Lib.p.45
O.: as Subst., courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17.II αὐλικούς· κιθαρῳδούς, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλικός
-
19 ταχύνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύνοια
-
20 χορηγέω
χορηγ-έω, [dialect] Boeot. and [dialect] Dor. [suff] χορηγ-ᾱγέω, IG7.3210 (Orchom.), 12(1).383 ([place name] Rhodes), etc.:—A lead a chorus,χορῷ Simon.147
, Pl.Grg. 482b (cf. signf.11): c. gen.,χ. ἡμῶν Id.Lg. 654a
: hence metaph., take the lead in a matter, c. gen.,τούτου τοῦ λόγου Id.Tht. 179d
.II of the χορηγός, defray the cost of bringing out a chorus at the public festivals, abs.,χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν D.18.257
; ἐχόρευες, ἐγὼ δ' ἐχορήγουν interpol. ib.265;χ. λαμπρῶς Antipho 2.2.12
, etc.;κάλλιον Isoc.19.36
: freq. in Inscrr., Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει· Φρύνιχος ἐδίδασκεν· Ἀδείμαντος ἦρχεν ap.Plu.Them.5, cf. IG12.770, etc.; alsoὁ δῆμος ἐχορήγει IG22.3079
, al.: c. acc. cogn.,χορηγίας χ. Antipho 5.77
, Lys.12.20;[τῇ φυλῇ] Luc.Dem.Enc.45
;χ. Ἀθηναίων Plu.2.724b
: freq. with a word to denote the occasion,Λήναια χορηγῶν Ar.Ach. 1155
(lyr.);χ. παισὶν Διονύσια D.21.64
;εἰς Ἀπολλώνια IG11(2).106.1
(Delos, iii B. C.);ἀνδράσι χ. ἐς Διονύσια Lys. 21.2
; χ. κωμῳδοῖς, πυρριχισταῖς, ib.4;τραγῳδοῖς Is.6.60
;κωμῳδοῖς IG22.3090
(less freq. with the Art. added,χ. τὰ Διονύσια τοῖς τραγῳδοῖς Arist.Fr. 630
); alsoΠαναθηναίοις χ. D.21.156
:—[voice] Pass., to have choragi found for one,χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος X.Ath.1.13
; ἄριστα χορηγοῦνται οἱ παῖδες are well found by their choragus, Antipho 6.13.2 metaph., minister to,χ. ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς Aeschin.3.240
;ταῖς ἐπιθυμίαις Luc.Par.12
;πρὸς ἐπαινον Lib. Or.18.7
; πρὸς μῆκος λόγου ib.13.26.3 metaph. also,a c. acc. pers., furnish abundantly with a thing, esp. with supplies for war,χ. τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις Plb.3.68.8
, cf. 49.11, 52.7, etc.;χρήμασι πρός τι Id.5.42.7
:—[voice] Pass., to be well supplied,τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς κεχορηγημένος Arist.EN 1101a15
, cf. 1179a11: abs., κάλλιστα κεχορηγημένος best furnished, Id.Pol. 1288b14; κεχ. ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε .. ib. 1323b41; ἀρετὴ κεχορηγημένη ib. 1289a33: generally, ἐμβαμματίοις κεχ., of fish, Anaxipp.1.35;Aπολλαῖς ἀφορμαῖς κεχ. πρός τι Plb.4.77.2
; διαφόρῳ φύσει, συνέσει, D.S.1.15, 2.6, D.H.Vett.Cens. 5.6;κεχ. ὑπὸ τὴς φύσεως ἀγχινοίᾳ D.S.26.2
b c. acc. rei (with or without dat. pers.), supply, furnish, τοὺς Ἴβηρας οὓς χορηγεῖς μοι, i. e. the archers, Ar.Fr. 551;χρήματα ἡμῖν D.11.6
;τὰς τροφάς D.S.2.35
;σπόρον 2 Ep.Cor.9.10
;ἐξ ἰσχύος ἧς χ. ὁ θεός 1 Ep.Pet.4.11
; πάθη τὰ χορηγοῦντα βοήθειαν affording, i. e. admitting, a cure, Ptol.Tetr.13: c. dat. pers. only,τῷ βασιλεῖ LXX 3 Ki.4.7
:— [voice] Med. in act. sense,χορηγούμενός σοιτὸν φόρον BGU920.29
(ii A. D.):— [voice] Pass., τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων (sc. δείπνων) Arist.Pol. 1281b3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορηγέω
См. также в других словарях:
ἀγχινοία — ἀγχινοίᾱ , ἀγχίνοια ready wit fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχινοίᾳ — ἀγχινοίᾱͅ , ἀγχίνοια ready wit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίνοια — ready wit fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… … Dictionary of Greek
αγχίνοια — η ταχύτητα σκέψης, ευστροφία, εξυπνάδα: Τον διακρίνει μεγάλη αγχίνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγχινοίας — ἀγχινοίᾱς , ἀγχίνοια ready wit fem acc pl ἀγχινοίᾱς , ἀγχίνοια ready wit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχινοίαι — ἀγχινοίᾱͅ , ἀγχίνοια ready wit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχινοίαις — ἀγχίνοια ready wit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίνοιαι — ἀγχίνοια ready wit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίνοιαν — ἀγχίνοια ready wit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БОЭТ СИДОНСКИЙ — I. БОЭТ СИДОНСКИЙ (Βόηθος ὁ Σιδώνιος) (1 в. до н. э.), философ перипатетик, глава Перипатетической школы после Андроника Родосского, комментатор Аристотеля. Неоплатоник Аммоний называет Б. 11 м «после Аристотеля» схолархом Перипата… … Античная философия