-
1 αγχινοος
стяж. ἀγχίνους 2остроумный; сообразительный, находчивый; проницательный Hom., Aesop., Xen., Plat., Arst., Plut., Sext.
См. также в других словарях:
ευρύνοος — εὐρύνοος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νοος (< νο ος, νους), πρβλ. αγχί νοος, εύ νοος] … Dictionary of Greek