Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγρίφη

См. также в других словарях:

  • ἀγρίφη — ἀγρί̱φη , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρίφη — η η τσουγκράνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγρίφα — ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc/acc dual ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγριφας — και άγριφας, ο σιδερένιο όργανο με άγκιστρα στο ένα άκρο, που χρησιμοποιούν για να ανασύρουν τους κουβάδες που πέφτουν στα πηγάδια (αρπάγη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄγριφος < μτγν. ουσ. ἀγρίφη (= τσουγκράνα)] …   Dictionary of Greek

  • αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… …   Dictionary of Greek

  • gerebh- —     gerebh     English meaning: to scratch, write     Deutsche Übersetzung: “ritzen” and Verwandtes     Material: 1. gerbh : Gk. γράφω “ scratch, carve, cut, mark by cutting or scratching, write “ (*gr̥bhō), γράμμα “alphabetic letter”, γραμμή… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»