Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγρότερος

См. также в других словарях:

  • ἀγρότερος — wild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρότερος — (I) ἀγρότερος, έρα, ρον (Α) [ἀγρός] (για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος. (II) ἀγρότερος, έρα, ρον (Α) [ἄγρα] 1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη) …   Dictionary of Greek

  • ἀγροτέρων — ἀγρότερος wild fem gen pl ἀγρότερος wild masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρότερον — ἀγρότερος wild masc acc sg ἀγρότερος wild neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέρη — ἀγρότερος wild fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέρην — ἀγρότερος wild fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέρης — ἀγρότερος wild fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέροιο — ἀγρότερος wild masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέροις — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέροισι — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέροισιν — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»