-
21 ἀγροτεράων
-
22 αγροτέραν
-
23 ἀγροτέραν
-
24 αγροτέρην
-
25 ἀγροτέρην
-
26 αγροτέρης
-
27 ἀγροτέρης
-
28 αγροτέρησι
-
29 ἀγροτέρῃσι
-
30 αγροτέροιο
-
31 ἀγροτέροιο
-
32 αγροτέροις
-
33 ἀγροτέροις
-
34 αγροτέροισι
-
35 ἀγροτέροισι
-
36 αγροτέροισιν
-
37 ἀγροτέροισιν
-
38 αγροτέρου
-
39 ἀγροτέρου
-
40 αγροτέρους
См. также в других словарях:
ἀγρότερος — wild masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρότερος — (I) ἀγρότερος, έρα, ρον (Α) [ἀγρός] (για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος. (II) ἀγρότερος, έρα, ρον (Α) [ἄγρα] 1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη) … Dictionary of Greek
ἀγροτέρων — ἀγρότερος wild fem gen pl ἀγρότερος wild masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότερον — ἀγρότερος wild masc acc sg ἀγρότερος wild neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρη — ἀγρότερος wild fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρην — ἀγρότερος wild fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρης — ἀγρότερος wild fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροιο — ἀγρότερος wild masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροις — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροισι — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροισιν — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)