-
1 αγρόθεν
-
2 ἀγρόθεν
-
3 ἀγρόθεν
ἀγρόθεν, rure: from the field, country. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγρόθεν
-
4 ἀγρόθεν
ἀγρό-θεν, Adv.A from the country, Od.13.268, 15.428, Epich.161, E.Or. 866, Luc.Macr.22: also [suff] ἄγρο-θε, AP7.398(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρόθεν
-
5 κάτειμι
Aκάτε]ιτι Berl.Sitzb.1927.166
([place name] Cyrene), part. fem. κατίασσα ibid.: [dialect] Ep. [tense] impf.κατήϊεν Od.10.159
: ( εἶμι ibo):—go, come down,ποταμόνδε Od.
l.c.;Ἴδηθεν Il.4.475
: in Trag., as [tense] fut. to κατέρχομαι, E.Alc.73, etc.; esp. go down to the grave,κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.4.457
;Ἄϊδόσδε 20.294
; l.c.; so κάτειμι alone, S.Ant. 896; of a ship, sail down to land,νῆα.. κατιοῦσαν ἐς λιμέν' ἡμέτερον Od.16.472
; of a person, travel down the Nile, κ. ἐπὶ or εἰς Ἀλεξάνδρειαν, PLips.45.12, 14 (iv A.D.); of a river,ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Il.11.492
; of a wind, come sweeping down, Th.2.25, 6.2;ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει Id.2.84
: metaph.,ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Hdt.7.160
;ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar.Eq. 520
.II come back, return,ἀγρόθεν Od.13.267
;ἐς ἄστυ 15.505
; of exiles, return home, Hdt.1.62, 3.45, 5.62, A.Ag. 1283, And.1.80, etc.;ἐκ τῶν Μήδων Hdt.4.3
:—as [voice] Pass. of κατάγω, E. Med. 1015; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτειμι
-
6 ἀγρός
A field, mostly in pl., fields, lands, Il.23.832, Od.4.757, Pi.P.4.149, etc.; opp. κῆποι, Theopomp. Hist. 89; sg., farm, Od.24.205; also in pl., X.HG2.4.1:— tilled land, opp. fallow,ἀγρὸς καὶ ἀργός, Ἀθηνᾶ 20.167
([place name] Erythrae).2 country, opp. town, Od.17.182, E.Supp. 884, etc.;ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς Epich.169
; ἀγρῷ in the country, Od.11.188; ἐπ' ἀγροῦ in the country, 1.190, 22.47;ἐπ' ἀγρὸῦ νόσφι πόληος 1.185
; in pl., ;ἐν οἴκοις ἢ 'ν ἀγροῖς S. OT 112
; ἐπ' ἀγρῶν ib. 1049; ;τὸν ἐξ ἀγρῶν Id.OT 1051
;τὰ ἐξ ἀγρῶν Th.2.13
, cf. 14;κατ' ἀγρούς Cratin. 318
, Pl.Lg. 881c;οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ Ar.Fr.387.2
; τὰ ἐν ἀγρῷγιγνόμενα fruits, X.Mem.2.9.4, cf. An.5.3.9:—prov., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦπλέως, i.e. boorish, Suid., Hsch.—Rare in later Greek, Ev.Marc. 15.21, PAmh.2.134.5, POxy. 967. [[pron. full] ᾰ by nature, so always in Com., exc.Ar.Av. 579, Philem.116; ᾱγρόθεν in Alc. Com.19 is paratrag.] (Cf. Skt. ájras 'plain', prob. fr. aj 'drive' (cf. ἄγω), i.e. pasture.)
См. также в других словарях:
αγρόθεν — ἀγρόθεν επίρρ. (Α) [ἀγρός] από τους αγρούς, από την εξοχή … Dictionary of Greek
ἀγρόθεν — from the country indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek