-
1 ἀγρυπνητικός
II producing wakefulness, PLond.1.96, PMag.Par.1.2943, Gal.10.930:—[suff] ἀγρυπν-ητικόν, τό, spell for this purpose, PMag.Lond.121.374, PMag.Leid. V.11.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνητικός
-
2 ἀγρυπνέω
Aἠγρύπνηκα Hp.Prog.2
:—lie awake, pass sleepless nights, Thgn.471, Hp.l.c., Pl.Lg. 695a, etc.; opp. καθεύδω, X.Cyr. 8.3.42; ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα to pass a sleepless night, Id.HG7.2.19, Men.113; οἱ -οῦντες sufferers from insomnia, Dsc.4.64.2 metaph., to be watchful, LXX Wi.6.15, Ev.Marc.13.33, Ep.Eph.6.18;ὑπὲρ τῶν ψυχῶν Ep.Heb.13.17
;ἐπὶ τὰ κακά LXX Da.9.14
: c. inf.,μηθέν σε ἐνοχλήσειν PGrenf.2.14a3
.3 c.acc., lie awake and think of,τινά PMag.Par.1.2966
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνέω
-
3 ἀγρυπνητέον
A one must watch, Eust 168.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνητέον
-
4 ἀγρυπνητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνητήρ
-
5 ἀγρυπνητής
A excubitor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνητής
-
6 ἀγρυπνία
A sleeplessness, wakefulness, Hp.Aph.2.3, al., Pl.Cri. 43b, etc.; in pl., Hp.Acut.42;ἀγρυπνίησιν εἴχετο Hdt.3.129
, cf. IG4.952.50 (Epid.), Ar.Lys.27, Pl.R. 460d.III of poetry, product of sleepless nights, Call.Epigr.29.4. [ι- in Opp.C. 3.511.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνία
-
7 ἀγρυπνώδης
ἀγρυπν-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρυπνώδης
-
8 ἄγρυπνος
ἄγρυπν-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγρυπνος
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek