-
1 αγροικία
ἀγροικίᾱ, ἀγροικίαrusticity: fem nom /voc /acc dualἀγροικίᾱ, ἀγροικίαrusticity: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγροικίαι, ἀγροικίαrusticity: fem nom /voc plἀγροικίᾱͅ, ἀγροικίαrusticity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγροικία
ἀγροικία, ἡ, 1) das Leben auf dem Lande, das Land selbst, Plut. Parall. 24; auch im plur., in agris, ebenda 22 u. öfter Sp., πόλις entgegengesetzt, vgl. Aesop. 91. – 2) bäurisches Wesen, Plat. Gorg. 461 c Phaedr. 269 b; καὶ ἀνελευϑερία Rep. VIII, 560 d; καὶ σκληρότης X, 607 b; Arist. Nicom. 2, 7 setzt εὐτραπελία als Medium zw. ἀγρ. u. βωμολοχία; oft bei Plut. u. Sp.
-
3 αγροικια
ἥ1) тж. pl. сельская жизнь, перен. деревня Plut., Diod.2) деревенская грубость, некультурность Plat., Arst., Plut. -
4 ἀγροικία
-
5 ἀγροικία
Βλ. λ. αγροικία -
6 ἀγροικίᾳ
Βλ. λ. αγροικία -
7 αγροικία
η1) деревенский дом; загородный дом, вилла; 2) ферма -
8 αγροικιά
η см. αγροικησιά -
9 ἀγροικία
ἀγροικ-ία, ἡ,II the country, Herod.1.2, Inscr.Magn. 8, SIG344.100 ([place name] Teos), Muson.Fr.11p.60H., Plu.2.519a, Longus 1.13, Aristid.Or.47(23).45; pl., Plu.2.311b.III in pl., countryhouses, D.S.20.8, Nymphod.12, M.Ant.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροικία
-
10 αγροικία
çiftlik evi, kır evi -
11 αγροικία
farmhouseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγροικία
-
12 αγροικίας
ἀγροικίᾱς, ἀγροικίαrusticity: fem acc plἀγροικίᾱς, ἀγροικίαrusticity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἀγροικίας
ἀγροικίᾱς, ἀγροικίαrusticity: fem acc plἀγροικίᾱς, ἀγροικίαrusticity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 αγροικίαι
ἀγροικίαrusticity: fem nom /voc plἀγροικίᾱͅ, ἀγροικίαrusticity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 ἀγροικίαι
ἀγροικίαrusticity: fem nom /voc plἀγροικίᾱͅ, ἀγροικίαrusticity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 αγροικίαν
-
17 ἀγροικίαν
-
18 приусадебный
επ.κοντά στην αγροικία•сад δεντρόκηπος κοντά στην αγροικία.
-
19 σκληρότης
-
20 εὐ-τραπελία
εὐ-τραπελία, ἡ, das Wesen u. Betragen des εὐτράπελος, Artigkeit, Witz, nach Arist. rhet. 2, 12 ἡ εὐτρ. πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν; Plat. vrbdt es mit χαριεντισμός, Rep. VIII, 563 a, nach dem gehol. zu dieser Stelle u. Arist. Eth. 2, 7, 13 Eth. magn. 1, 31 ist sie die rechte Mitte zwischen βωμολοχία u. ἀγροικία, ἣ τὸν ἔχοντα παρέχεται δύνασϑαί τι σκῶψαι ἐμμελῶς καὶ ὑπομένειν σκωπτόμενον; auch Sp., wie D. Sic. 15, 6. 20, 63; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτρ. Plut. Ant. 43. – Im schlimmen Sinne, Ep. Ephes. 5, 4.
См. также в других словарях:
ἀγροικία — ἀγροικίᾱ , ἀγροικία rusticity fem nom/voc/acc dual ἀγροικίᾱ , ἀγροικία rusticity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
ἀγροικίᾳ — ἀγροικίαι , ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροικιά — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
αγροικία — η 1. το να έχει κανείς κακούς τρόπους: Καθετί που έκανε ή έλεγε είχε τη σφραγίδα της αγροικίας. 2. σπίτι στην εξοχή, στο οποίο διατρέφονται και κατοικίδια ζώα: Το σπίτι που είχαν στην εξοχή δεν ήταν έπαυλη, αλλά αγροικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγροικίας — ἀγροικίᾱς , ἀγροικία rusticity fem acc pl ἀγροικίᾱς , ἀγροικία rusticity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίαι — ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίαν — ἀγροικίᾱν , ἀγροικία rusticity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικιῶν — ἀγροικία rusticity fem gen pl ἀγροικίζομαι to be rude and boorish fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίαις — ἀγροικία rusticity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίην — ἀγροικία rusticity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)