-
1 αγροικια
ἥ1) тж. pl. сельская жизнь, перен. деревня Plut., Diod.2) деревенская грубость, некультурность Plat., Arst., Plut. -
2 αγροικία
η1) деревенский дом; загородный дом, вилла; 2) ферма -
3 αγροικιά
η см. αγροικησιά -
4 αυχμος
ὅ1) тж. pl. сухость, засуха Her., Thuc., Isocr., Plat., Plut.2) сухость, бесплодность, скудость(σοφίας Plat.)
3) неопрятность, грязь(αὐ. καὴ κόνις Plat.; αὐ. καὴ ἀγροικία Plut.)
-
5 Ιππολυτειος
-
6 σκληροτης
- ητος ἥ1) твердость, жесткость(μαλακότης καὴ σ. Plat.)
2) суровость, жестокость(σ. καὴ ἀγροικία Plat.)
-
7 αγροκατοικία
η см. αγροικία
См. также в других словарях:
ἀγροικία — ἀγροικίᾱ , ἀγροικία rusticity fem nom/voc/acc dual ἀγροικίᾱ , ἀγροικία rusticity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
ἀγροικίᾳ — ἀγροικίαι , ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροικιά — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
αγροικία — η 1. το να έχει κανείς κακούς τρόπους: Καθετί που έκανε ή έλεγε είχε τη σφραγίδα της αγροικίας. 2. σπίτι στην εξοχή, στο οποίο διατρέφονται και κατοικίδια ζώα: Το σπίτι που είχαν στην εξοχή δεν ήταν έπαυλη, αλλά αγροικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγροικίας — ἀγροικίᾱς , ἀγροικία rusticity fem acc pl ἀγροικίᾱς , ἀγροικία rusticity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίαι — ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίαν — ἀγροικίᾱν , ἀγροικία rusticity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικιῶν — ἀγροικία rusticity fem gen pl ἀγροικίζομαι to be rude and boorish fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίαις — ἀγροικία rusticity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροικίην — ἀγροικία rusticity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)