Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀγρεύς

См. также в других словарях:

  • Ἀγρεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεύς — hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρεύς — Προσωνύμιο του Απόλλωνα σχετικό προς το κυνήγι (άγρα). Επώνυμο επίσης και του Αρισταίου, γιου του Απόλλωνα, του Βάκχου και του Ποσειδώνα. Στην Αττική, Α. ονομαζόταν o Παν, ως θεός των αγρών. * * * ἀγρεύς ( έως), ο (Α) ο κυνηγός, και ως επίθετο… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγρεῖς — Ἀγρεύς masc acc pl Ἀγρεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρέω — Ἀγρεύς masc acc sg (epic ionic) Ἀγρεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρεῖ — Ἀγρεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρεῦ — Ἀγρεύς masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρεῦσι — Ἀγρεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρέες — Ἀγρεύς masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρέες — ἀγρεύς hunter masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγρέος — Ἀγρεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»