-
1 αγορασία
ἀγορασίᾱ, ἀγορασίαpurchase: fem nom /voc /acc dualἀγορασίᾱ, ἀγορασίαpurchase: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγορασίαι, ἀγορασίαpurchase: fem nom /voc plἀγορασίᾱͅ, ἀγορασίαpurchase: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγορασία
Βλ. λ. αγορασία -
3 ἀγορασίᾳ
Βλ. λ. αγορασία -
4 ἀγορασία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορασία
-
5 αγορασίας
ἀγορασίᾱς, ἀγορασίαpurchase: fem acc plἀγορασίᾱς, ἀγορασίαpurchase: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀγορασίας
ἀγορασίᾱς, ἀγορασίαpurchase: fem acc plἀγορασίᾱς, ἀγορασίαpurchase: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αγορασίαι
ἀγορασίαpurchase: fem nom /voc plἀγορασίᾱͅ, ἀγορασίαpurchase: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ἀγορασίαι
ἀγορασίαpurchase: fem nom /voc plἀγορασίᾱͅ, ἀγορασίαpurchase: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 αγορασίαν
-
10 ἀγορασίαν
-
11 αγορασίαις
-
12 ἀγορασίαις
См. также в других словарях:
ἀγορασία — ἀγορασίᾱ , ἀγορασία purchase fem nom/voc/acc dual ἀγορασίᾱ , ἀγορασία purchase fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορασία — ἀγορασία, η (Α) [ἀγοράζω] το να αγοράζει κανείς κάτι ή το αντικείμενο αγοράς … Dictionary of Greek
ἀγορασίᾳ — ἀγορασίαι , ἀγορασία purchase fem nom/voc pl ἀγορασίᾱͅ , ἀγορασία purchase fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίας — ἀγορασίᾱς , ἀγορασία purchase fem acc pl ἀγορασίᾱς , ἀγορασία purchase fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίαι — ἀγορασία purchase fem nom/voc pl ἀγορασίᾱͅ , ἀγορασία purchase fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίαν — ἀγορασίᾱν , ἀγορασία purchase fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορασίαις — ἀγορασία purchase fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αγόρασις — ἀγόρασις ( εως), η (Α) [ἀγοράζω] η αγορασία* … Dictionary of Greek