Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγορασίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀγορασία — ἀγορασίᾱ , ἀγορασία purchase fem nom/voc/acc dual ἀγορασίᾱ , ἀγορασία purchase fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορασία — ἀγορασία, η (Α) [ἀγοράζω] το να αγοράζει κανείς κάτι ή το αντικείμενο αγοράς …   Dictionary of Greek

  • ἀγορασίᾳ — ἀγορασίαι , ἀγορασία purchase fem nom/voc pl ἀγορασίᾱͅ , ἀγορασία purchase fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορασίας — ἀγορασίᾱς , ἀγορασία purchase fem acc pl ἀγορασίᾱς , ἀγορασία purchase fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορασίαι — ἀγορασία purchase fem nom/voc pl ἀγορασίᾱͅ , ἀγορασία purchase fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορασίαν — ἀγορασίᾱν , ἀγορασία purchase fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορασίαις — ἀγορασία purchase fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αγόρασις — ἀγόρασις ( εως), η (Α) [ἀγοράζω] η αγορασία* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»