-
1 αγορασίαις
-
2 ἀγορασίαις
См. также в других словарях:
ἀγορασίαις — ἀγορασία purchase fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγορασίαις
2 ἀγορασίαις
ἀγορασίαις — ἀγορασία purchase fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)