Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀγλαΐαι

См. также в других словарях:

  • ἀγλαίαι — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαίαι — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»