-
1 αγλαια
эп.-ион. ἀγλαΐη ἥ тж. pl.1) блеск, пышность, краса(κῦδος τε καὴ ἀ. Hom.)
ἀγλαΐης ἕνεκεν Hom. — для красы2) радость, ликование(ἀγλαΐαι τε χοροί τε Hes.; νικαφόρος ἀ. Pind.; καὴ Μοῦσαι, καὴ ἀ. Plut.)
μηδέ ποτ΄ ἀγλαΐας ἀποναίατο Soph. — чтобы им никогда не знать радости3) важность, высокомерие -
2 αστυνομος
См. также в других словарях:
ἀγλαίαι — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγλαίαι — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες … Dictionary of Greek